Σαν τα λαμπιόνια κι οι μνήμες από περασμένα Χριστούγεννα Ανάβουν για λίγο με αφορμή τυχαία, από ένα ερώτημα, από μια εικόνα που βγαίνει από τη λήθη και θυμίζει κάποιες άλλες μακρινές γιορτές.Αυτό ήταν και το αγαπημένο μου θέμα για ρεπορτάζ με τίτλο «Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα». Ξεφυλλίζοντας εκείνα τα ρεπορτάζ πριν από πολλά χρόνια σταχυολόγησα μνήμες από επώνυμους και ανώνυμους της εποχής και τις παραθέτω σαν ένα μνημόσυνο για όσους δεν είναι πια ανάμεσά μας και για ευχές σ’ εκείνους που συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν στην κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου και τους ευχόμαστε για πολλά χρόνια ακόμα.
Από τον πόλεμο της Κορέας, οι Χριστουγεννιάτικες μνήμες του Μάρκου Γιουμπάκη, που μας είχε πει σχετικά:
«Στις 24 Δεκεμβρίου 1950 βρισκόμαστε καταυλισμένοι στη Στρατιωτική Σχολή της Σουβόν.Η κάθοδός μας στην πόλη σπάνια. Τι να πάρεις; Τι να δεις; Δεν υπάρχει τίποτα. Παντού ερείπια, παντού καταστροφές, παντού πείνα, εξαθλίωση και βρώμα.
Απουσιάζουμε δυο μήνες από την Ελλάδα κι ακόμα γράμμα δεν αξιωθήκαμε να λάβουμε.
Μερικοί φάνηκαν επιτήδειοι σ’ αυτό το ζήτημα. Έγραψαν με τη σύσταση Αμερικανών στρατιωτών και η απάντηση μέσω του Αμερικανικού Ταχυδρομείου ήρθε και μάλιστα σύντομα. Εμείς όμως που περιμέναμε με το ελληνικό ταχυδρομείο αλίμονό μας. Στις 9 Νοεμβρίου φτάσαμε στην Κορέα και στις 26 Ιανουαρίου πήραμε το πρώτο γράμμα.
Ο πιο τυχερός ήταν ο στρατιώτης Μπακόπουλος της Διμοιρίας Διαβιβάσεων. Έλαβε την παραμονή των Χριστουγέννων τέσσερα γράμματα!
«Για κοίτα ρε τη μάνα μου μας είπε αστειευόμενος. Βάλθηκε να με κλαίει, ενώ εγώ είμαι σε προσκοπική κατασκήνωση».Κι όμως κάτι πρέπει να είχε προαισθανθεί η μητέρα του. Γιατί το Μπακόπουλο λίγες μέρες αργότερα τον σκέπασε το παγωμένο, βρωμερό και αφιλόξενο χώμα της Κορέας.
Εμείς πάντως πυρετωδώς ετοιμαζόμασταν να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα. Θέλαμε να αποδείξουμε στους ξένους ότι ακόμα και τώρα που μας χωρίζουν χιλιάδες μίλια από τον τόπο μας δεν έχουμε χάσει το κέφι και το ηθικό μας.
Τη μέρα των Χριστουγέννων το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα και το θερμόμετρο έδειχνε 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Στους λόχους τα καζάνια αχνίζουν από τη ζεστή νοστιμότατη ελληνική σούπα. Θα μας μείνει αξέχαστη εκείνη η μέρα. Σε κάθε γωνιά και γλέντι. Παντού τραγούδι και ξεγνοιασιά. Αν πήγαινες όμως λίγο αργότερα να δεις θα έβλεπες αυτούς που με τόσο κέφι τραγουδούσαν να κάθονται σε μια γωνιά και να γράφουν στους δικούς τους με βουρκωμένα μάτια. Πάντως με γέλια, διασκέδαση και παρέα με τους άλλους στρατιώτες γλεντούσαμε όλη τη μέρα περιμένοντας το σήμα της αναχώρησής μας για το μέτωπο. Κι αυτό ήρθε την επομένη το πρωί».
Από τον πόλεμο του 40 είχε μνήμες Χριστουγεννιάτικες ο αξέχαστος Μανόλης Σταγάκης. Και μας είχε αφηγηθεί:
«Ήταν ημέρα Χριστουγέννων 1940 και ο λόχος είχε φακές χωρίς λάδι και χωρίς αλάτι και μια σαρδέλα να βγάλομε αλάτι να αλατίσομε τη φακή. Ήρθε η ώρα της διανομής και ο λόχος μπαίνει στη γραμμή να πάρει τη φακή και ένας της παρέας των επτά και μπαίνει στη γραμμή και κρατά επτά καραβάνες.
Έρχεται η σειρά του και ο μάγειρας του βάζει φακές και στις επτά καραβάνες και φεύγει μα ο αξιωματικός μου λέει να τον ακολουθήσω από απόσταση. Τον ακολουθώ και σε μια στροφή του δρόμου βλέπω να χύνει τις φακές. Του φωνάζω να με περιμένει, τον πλησιάζω και τον ερωτώ γιατί έριξε το φαγητό. Μου απαντά: «όλοι είστε μπουνταλάδες. Αύριο θα πάμε να σκοτωθούμε και θα πάμε πεινασμένοι;» του λέω «το ξέρω ότι εσείς πήρατε την αίγα και την φάγατε γιατί έβγαινε η μυρωδιά του ψητού, μα δεν βρήκαμε τίποτα και να μου πεις που την ψήνετε», να μου δώσεις το λόγο σου να έρθεις να σου δείξω και να φας και εσύ. Σου δίνω το λόγο μου. Ακολούθησέ με. Μόλις φθάσαμε, ανοίγει την πόρτα και λέει εις τους άλλους: ο επιλοχίας μου έδωσε το λόγο του. Ετοιμάσετε να φάμε. Παρακολουθώ με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάζω τη φωτιά βλέπω να βγάζουν τη φωτιά δεξιά αριστερά και τη στάχτη. Σηκώνουν τα ξύλα και βλέπω σε ένα λάκκο σε σούβλα την κοιλιά γεμάτη μπουκιές κρέας, ροδοκόκκινο και μου προτείνουν να κάτσω. Αρνήθηκα επειδή ήταν κλεμμένο. Έφυγα με ικανοποίηση γιατί έμαθα πως ψήνουν. Πήγα, ανέφερα πως είδα να χύνει τις φακές. Τον ακολούθησα και είδα που έψηναν το κρέας και να πληρώσομε την κατσίκα εις τον Αλβανό πως μπήκαν εις το σπίτι και έκλεψαν. Έμαθα αργότερα, μου είπε ο σκοπός πως τον απείλησαν να τον σκοτώσουν, εάν δεν τους άφηνε να μπούνε και εάν τους μαρτυρήσουμε».
Από τις αφηγήσεις του λογοτέχνη Δημήτρη Αετουδάκη
Αξίζει να θυμηθούμε μια από τις αφηγήσεις του Δημήτρη Αετουδάκη:
«Τα Χριστούγεννα του 1950 υπηρετούσα δάσκαλος στο Λασίθι. Το χωριό μέσα στη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα φάνταζε ακόμα ποιο επιβλητικό.
Σκαρφαλωμένο σε κείνη τη μαγευτική θέση που το τοποθετούσε ο Πλάστης, σ’ ανέβαζε θαρρείς στον ουρανό έτσι όπως έβλεπες τα σύννεφα να περνούν από κάτω.
Την παραμονή εκείνη των Χριστουγέννων, αισθάνθηκα ξαφνικά την επιθυμία να κάνω τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους να τη θυμούνται αυτήν την μέρα.
Τα μεσάνυχτα λοιπόν της παραμονής κάλεσα όλους στο σπίτι μου. Είχα στολίσει ένα ωραίο κλαδί από έλατο κι έβαλα παντού κεριά, ώστε να υπάρχει περισσότερο φως. Οι φλόγες στο τζάκι σκορπούσαν τριγύρω μια γλυκεία θαλπωρή κι εγώ χαιρόμουν στα μάτια μικρών και μεγάλων έτσι όπως κοίταζαν τα πάντα τριγύρω.
Τους πρόσφερα κουραμπιέδες και κονιάκ κι έβαλα τα παιδιά να ψάλλουν τα κάλαντα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν με χαιρέτισαν σχεδόν δακρυσμένοι από συγκίνηση. Μου επαναλάμβαναν διαρκώς ότι πέρασαν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής τους.
Το ίδιο όμως θα πρέπει να πω κι εγώ τώρα που ακόμα θα θυμάμαι με νοσταλγία εκείνα τα Χριστούγεννα που πέρασα ανάμεσα σε απλούς και καλόκαρδους χωρικούς τ’ Αρολιθίου».
Μνήμες του μακαριστού Θεόδωρου
Κάποιες Χριστουγεννιάτικες μνήμες είχε μοιραστεί μαζί μας και ο μακαριστός Θεόδωρος. Και μας είχε πει τότε που ήταν ακόμα Μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων:
«Το 1966 υπηρετούσα ως στρατιωτικός ιερεύς στη ΙΙ Μεραρχία που είχε έδρα την Έδεσσα. Από τις 15 – 23 εκείνου του Δεκέμβρη έκανα μια περιοδεία στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων προκειμένου να είμαι στη διάθεση των στρατιωτών που ήθελαν να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τελειώνοντας την περιοδεία μου επέστρεψα στη βάση μου.
Εκεί όμως πληροφορήθηκα ότι έπρεπε πάλι να ξαναγυρίσω πίσω. Όπως ξέρετε υπάρχει ένα έθιμο να περνά ο Διοικητής της Μεραρχίας τα Χριστούγεννα στα σύνορα κοντά στους οπλίτες μας.
Ετοιμάστηκα λοιπόν να τον ακολουθήσω. Φθάσαμε λοιπόν στο Φάνο, ένα χωριό στην Ειδομένη. Δεν είχαμε προλάβει καλά καλά να τακτοποιηθούμε όταν έφτασε ο διοικητής Στρατιάς από τη Λάρισα. Πάνω στην εξάντληση του είπα σε μια στιγμή πως στην πατρίδα μου συνηθίζεται να γιορτάζουν τη νύκτα τα Χριστούγεννα.
– Νύχτα τους λέω πηγαίνουνε στην εκκλησία, έπειτα επιστρέφουμε και νύχτα καθόμαστε στο τραπέζι για το Χριστουγεννιάτικο δείπνο.
Η ιδέα τους φάνηκε καλή και αποφάσισαν να το εφαρμόσουμε και σ’ εκείνο το ακριτικό χωριό. Συναντηθήκαμε λοιπόν με τον ιερέα της εκκλησίας του χωριού και τα μεσάνυχτα άρχισε η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Το εκκλησίασμα ήταν ως επί το πλείστον άνθρωποι αλλογλωσσικοί και ρακένδυτοι.
Έτσι θυμήθηκα άθελά μου τους ταπεινούς βοσκούς της Βηθλεέμ.
Στη δεύτερη καμπάνα έκαναν την εμφάνισή τους και οι στρατηγοί θυμίζοντάς μου τους Μάγους που με δώρα ήρθαν να προσκυνήσουν τον Χριστό».
Τα πιο θλιβερά Χριστούγεννα
Είχε να θυμηθεί και ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» κάποια Χριστούγεννα καθόλου ευχάριστα, αλλά πάντα έβαζε πάνω από όλα ό,τι αφορούσε το σύνολο. Και στο σχετικό μας ερώτημα για τα Χριστούγεννα που θυμάται μας είχε πει:
«Δεν μπορώ να θυμηθώ πιο θλιμμένα Χριστούγεννα από εκείνα του 1966.Το γενικό πένθος από το τραγικό ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειο» είχε σαν αποτέλεσμα να μην προγραμματιστεί κανένα ρεβεγιόν Συλλόγου και Σωματείου και να μειωθούν στο ελάχιστο εκδηλώσεις εορταστικές. Ακόμα και οι μικροί καλαντιστάδες ήταν πολύ περιορισμένοι εκείνη τη χρονιά. Μοναδικό τόνο που σημείωνε την έλευση της Μεγάλης Γιορτής έδωσαν δυο χορωδίες των μικρών κοριτσιών της Περιηγητικής λέσχης και του Λυκείου Θηλέων που έψαλαν τα κάλαντα στους κεντρικούς δρόμους και τα διάφορα δημόσια γραφεία της πόλεώς μας».
Αφήγηση της αείμνηστης Μαρίας Παπαϊωάννου
«Πριν από πολλά χρόνια γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα πολύ διαφορετικά.
Μαζευόμαστε στα φιλικά ή συγγενικά σπίτια και αρχίζαμε ένα από τα αξέχαστα εκείνα Κρητικά γλέντια. Μεγαλύτερος θόρυβος γινόταν στα σπίτια που υπήρχε και κάποιος Μανώλης.
Κατά τη διάρκεια αυτών των γλεντιών, επαραμερίζοντο όλες οι θλιβερές σκέψεις κι όλοι αντήλλασσαν αστεία χωρίς το φόβο να παρεξηγηθούν. Θα μου μείνει αξέχαστο ένα τέτοιο επεισόδιο που αν κάποιος το επαναλάμβανε σήμερα ασφαλώς θα τον μεταχειρίζονταν διαφορετικά.
Κάποια Χριστούγεννα λοιπόν έτυχε να βρίσκομαι σ’ ένα φιλικό σπίτι όπου γιόρταζαν. Υπήρχε αρκετός κόσμος και το τραπέζι ήταν γεμάτο από γλυκά. Κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, γαλακτομπούρεκο κλπ.
Σε μια στιγμή ο φαρσέρ της συντροφιάς κατέβηκε στην κουζίνα και ζήτησε από την οικοδέσποινα ένα βαθύ καζανάκι και μια μεγάλη κουτάλα. Η γυναίκα ξαφνιάστηκε αλλά του έδωσε τα ζητούμενα.
Εκείνος τότε τα πήρε, ανέβηκε πάνω και άδειασε μέσα στο καζανάκι όλα τα γλυκά. Τα ανακάτεψε και μετά γύρισε από καλεσμένο σε καλεσμένο σερβίροντας τον με την κουτάλα και λέγοντας του τη φράση που πετούσαν σ’ εκείνους που καθάριζαν τους υπονόμους..
Κανείς δεν φάνηκε να παρεξηγεί το αστείο κι όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Ακόμα κι η οικοδέσποινα που της χάλασε τα γλυκά!
Άλλοι χρόνοι βλέπετε κι άλλοι καιροί τότε».
Ο Μπάμπης Πραματευτάκης θυμάται
Ο μουσικοσυνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης, μας έχει πεί για τα Χριστούγεννα που θα θυμάται πάντα:
«Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω τα Χριστούγεννα του 1960. Βρισκόμουν τότε στη Γερμανία και ήταν η πρώτη φορά που περνούσα τις άγιες αυτές ημέρες στην ξενιτιά.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα κάποια γνωστή μου γερμανική οικογένεια με κάλεσε για να γιορτάσουμε όλοι μαζί. Όσο όμως φιλικό κι αν είναι το περιβάλλον, όσο ζεστή οικογενειακή κι αν ήταν η ατμόσφαιρα δεν μ’ έκαναν να ξεχάσω τα Χριστούγεννα στην πατρίδα. Έτσι δεν άργησαν να με πνίξουν οι αναμνήσεις με αποτέλεσμα να απομονωθώ σε μια γωνιά και να κλάψω αρκετή ώρα μόνος μου.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1960 στη Γερμανία θα τα θυμάμαι πάντα γιατί είναι τα πιο θλιβερά που πέρασα μέχρι σήμερα».
Ανάμνηση από τον Παύλο Βαρδινογιάννη
«Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου γύρω από την πολιτική μου ζωή στο Ρέθυμνον, είναι αυτή που έζησα κάποια Χριστούγεννα όταν τα χιόνια με απομόνωσαν στα Λειβάδια Μυλοποτάμου.
Εκεί απομονωμένος όμως, είχα την ευκαιρία να ζήσω από κοντά τη ζεστασιά του Κρητικού σπιτιού και να γνωρίσω την άδολη αγάπη των Λειβαδιωτών, των ανθρώπων που δεν αποτιμούν αλλά ξέρουν να εκτιμούν όσους κουράζονται για να τους δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή».
Άγγελος Βαρδάκης
«Ήταν Χριστούγεννα του 1942. Η πείνα και το κρύο δεν άφηναν κανένα να νοιώσει το θείο μήνυμα του νεογέννητου Σωτήρα. Το μεσημέρι της Μεγάλης αυτής Ημέρας κλεισμένο κι εμείς στο σπίτι προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε στην πενιχρή φωτιά που καταφέραμε ν’ ανάψουμε με λίγα βρεγμένα και χλωρά ξύλα.
Το γιορταστικό γεύμα που μας περίμενε ήταν λίγα χόρτα και λάδι. Ψωμί δεν υπήρχε σταλιά. Τότε χτύπησε ξαφνικά η πόρτα και στο άνοιγμά της φάνηκε ένας γείτονάς μας κρατώντας ένα δώρο για μας πολύτιμο στην κυριολεξία. Ήταν μισό αρνί! Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Το ετοιμάσαμε στα γρήγορα κι όταν πια αφήσαμε στο τραπέζι ένα σωρό κόκκαλα και το γεμάτο στομάχι μας ξεγέλασε το νου τότε σκεφτήκαμε:
– Βρε μπας και ήταν κλεμένο;
Ήταν όμως πολύ αργά για τύψεις. Η ουσία ήταν μία. Ότι με το αρνί αυτό περάσαμε ανθρώπινα Χριστούγεννα μ’ εκείνη τη θλιβερή μαύρη εποχή».
Αντώνης Στεφανάκης
«Τα πρώτα Χριστούγεννα που θυμάμαι ήταν τα μετακατοχικά χρόνια. Το Ρέθυμνο φορούσε τα γιορτινά του, η Αρκαδίου και όλοι οι κεντρικοί δρόμοι ήταν σημαιοστολισμένοι. Τα σπίτια καθαρά, στολισμένα Χριστουγεννιάτικα. Είχε φτάσει και σε μας η παράδοση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου. Ένα κλαδί πεύκου, η φάτνη, οι μάγοι στη βάση χειροποίητη, μαρτυρούσε το ταλέντο των ενοίκων στις κατασκευές. Το λαμπερό αστέρι στην κορυφή, γιρλάντες και διάφορα χειροποίητα ζωγραφιστά στολίδια, μπαλόνια σπάνια και πολύ βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι στα κλαδιά.
Οι πόρτες ήταν ανοικτές και Μικρές παιδικές παρέες από νωρίς το πρωί με τα τρίγωνά τους σταματούσαν σε κάθε πόρτα και με τη φράση «να τα πούμε;» ζητούσαν την άδεια της νοικοκυράς. Έλεγαν τα κάλαντα με το δικό τους τρόπο, έπαιρναν το ρεγάλο τους και πήγαιναν «στην άλλη πόρτα».
Η φιλαρμονική του Δήμου με τα μπρούτζινα προπολεμικά της όργανα σε ήχους και ρυθμούς χριστουγεννιάτικους περιδιάβαινε τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης. Οι Πρόσκοποι με κιθάρες, βιολιά, ακορντεόν, κλαρίνα τύμπανα και σε τριφωνίες παιδικών φωνών έκαναν επίσης ηχηρή εμφάνιση. Διάφοροι οργανοπαίχτες και λυράρηδες τραγουδούσαν ντόπια παραδοσιακά κάλαντα και έδιναν σε όλες τις γειτονιές γιορταστικό χρώμα. Το σκοτάδι και το κρύο έκανε σιγά – σιγά την πόλη να ηρεμεί.
Μαζευόμαστε στο σπίτι από νωρίς. Έπρεπε να προλάβουμε, να πάρουμε ένα υπνάκο, γιατί θα κοινωνούσαμε το πρωί. Παίρναμε σειρά για μπάνιο. Το μπάνιο το χειμώνα ήταν δύσκολο, ήταν όμως απαραίτητο γιατί η παράδοση επέτρεπε πάλι λούσιμο μόνο μετά των αγιασμό των υδάτων τα Φώτα. Δίκτυο υδροδότησης δεν υπήρχε. Τα σπίτια έπαιρναν νερό από βρύσες κοινές στις διάφορες γειτονιές. Το σπίτι μας είχε και πηγάδι με καθαρό νερό που θερμαίναμε στο καζανάκι στην παραστιά. Ρεύμα τριφασικό δεν υπήρχε. ΔΕΗ δεν υπήρχε, η ηλεκτροδότηση του σπιτιού ήταν μόνο για φωτισμό και μόνο τις απογευματινές ώρες. Το ιδιωτικό Ηλεκτρικό εργοστάσιο λειτουργούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εξυπακούεται ότι τα σπίτια στην πόλη μας δεν είχαν κεντρική θέρμανση. Η θέρμανση στο σπίτι μας γινόταν με το μαγκάλι…
Οι καμπάνες θα ηχήσουν χαρμόσυνα πριν ακόμα ο Ήλιος φανεί στον ορίζοντα. Ήταν ακόμη σκοτάδι, το απόϊ έκανε δύσκολη κάθε έξοδο. Θα ντυθούμε ζεστά και όλη η οικογένεια ομαδικά τρέχοντας θα χωθούμε στη γειτονική εκκλησία των Εισοδίων. Θα λειτουργήσει ο Δεσπότης μας, ο Αθανάσιος.
Μαθητής του Δημοτικού, μετείχα στη χορωδία του δασκάλου μου Εμμανουήλ Λινοξυλάκη, που ήταν ο δεξιός ψάλτης της Εκκλησίας μας. Είχα πάντα ιδιαίτερη συμπάθεια στους κατανυκτικούς Χριστουγεννιάτικους ύμνους και ήχους.
Η απόλυση γινόταν με τσουχτερό κρύο. Ακόμα και ό Ήλιος όταν είχε φανεί στον ορίζοντα ήταν «Ήλιος με δόντια». Γυρίζαμε τρέχοντας στο σπίτι, λέγαμε «εν χορώ» τα κάλαντα και ψάλλαμε γνωστά εκκλησιαστικά τροπάρια. Το Χριστουγεννιάτικο πρωινό τώρα δεν ήταν νηστίσιμο, είχε γάλα, μυζηθροπιτάκια, κουραμπιέ και μελομακάρουνα. Το μεσημεριανό ήταν συνήθως κατσικάκι ψητό με πατάτες στο φούρνο, ενώ σπανίως ακολουθούσαμε την παράδοση που ήθελε την ανάλωση χοιρινού τα Χριστούγεννα. Η συνήθεια της γαλοπούλας δεν είχε φτάσει ακόμα σε μας».Αρχή φόρμας
Είναι πολλές οι μνήμες που βρίσκουμε στα αρχεία μας που αναφέρονται σε Χριστούγεννα άλλων εποχών. Με πρώτη ευκαιρία θα τις συμπεριλάβουμε και αυτές σε άλλο αφιέρωμα.
Συμμετοχή στη δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης