Είχα κάνει πριν από καιρό ένα αφιέρωμα για την «καπετάν» Μαρίνα (Ρεθεμνιώτικα Νέα 30/07/2020), μια καπετάνισσα από το Ροδάκινο που η ψυχραιμία της έσωσε αθώα γυναικόπαιδα από τους Τούρκους.
Και σας είχα υποσχεθεί ότι θα ερευνήσω περισσότερα στοιχεία γύρω από αυτήν.
Σήμερα εκπληρώνω την υπόσχεση αυτή στους αναγνώστες μας με την ευκαιρία μιας σειράς άρθρων του αείμνηστου Χριστόφορου Σταυρουλάκη που εντόπισα στην εφημερίδα «Βήμα» (17-18 Αυγούστου 1957).
Με οδηγό τον λησμονημένο πια κρητολόγο, που μας έδωσε μνημειώδεις εργασίες κυρίως γύρω από το Αρκάδι, ας γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, στο ξέσπασμα της επανάστασης του 1821.
Καλά είχαν κυλίσει τα πρώτα δυο χρόνια αλλά από το 1823 και μετά η κατάσταση άρχισε να δυσκολεύει επικίνδυνα Σ’ αυτό συνετέλεσε ο ερχομός του θηριώδους Χασάν Πασά με 12 χιλιάδες Τουρκοαιγυπτίους που είχε στείλει ο Μωχάμετ Άλη για ενίσχυση του Σουλτάνου κατά τα συμφωνηθέντα.
Όταν ο Χασάν Πασάς βρήκε τραγικό θάνατο πέφτοντας από το αφηνιασμένο άτι του, πίστεψαν οι Χριστιανοί πως ήρθε η θεία Δίκη να τους λυτρώσει. Δυστυχώς όμως γι αυτούς ο διάδοχος του Χασάν, ο Χουσείν μπέης ήταν τρισχειρότερος.
Τον Ιούνιο του 1823 μπαίνοντας στο λεκανοπέδιο του Λυγιώτη, προερχόμενος από Μεσαρά, και αφού κατέστρεψε το Βυζάρι, τη Βισταγή, τον Φουρφουρά και τον Μέρωνα σκορπίζοντας τη συμφορά σε όλο το Αμάρι αιχμαλωτίζοντας γυναικόπαιδα και βάζοντας φωτιά, διασκέλισε τα Ζωνιανά και πέρασε στον Άγιο Βασίλη σκορπίζοντας παντού τον πανικό. Οι όμορφες γυναίκες στέλνονταν σωρός στα χαρέμια, όσες βέβαια περίσσευαν από τα «μπαξίσια» στους αξιωματικούς ενώ δεν είχαν καλύτερη μοίρα οι καλοφτιαγμένοι έφηβοι.
Οι γέροι και γριές, σε χειρότερη μοίρα περνούσαν από το μαχαίρι των απάνθρωπων εισβολέων και όπως ήταν φυσικό οι πάντες προσπαθούσαν να βρουν τόπο να κρυφτούν και να γλιτώσουν από τη θηριωδία των Τούρκων.
Οι πολεμιστές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα για να προστατεύσουν την οικογένειά του καθένας είτε σε κάποια από τα αναρίθμητα σπήλαια που έδιναν καταφύγιο στους κυνηγημένους είτε σε κάποιο ξερονήσι αν στέκονταν τυχεροί να βρουν κάποιο πλοιάριο να τους μεταφέρει.
Μόλις πετύχαιναν τον σκοπό τους, οι γενναίοι εκείνοι, έπαιρναν πάλι τον δρόμο για να συναντήσουν το μπαϊράκι τους και να συνεχίσουν τον πόλεμο κοντά στον οπλαρχηγό του ο καθένας.
Με την ίδια τακτική ο εχθρός καταφέρνει ανενόχλητος βιάζοντας και σφάζοντας να πλησιάσει το Ροδάκινο.
Επειδή τα νέα κυκλοφορούσαν γρήγορα ακόμα και στις εποχές που δεν υπήρχε η συνδρομή της τεχνολογίας, έμαθαν στο χωριό για τον επικείμενο ερχομό των Αιγυπτίων.
Η δράση της «καπετάν» Μαρίνας
Τα άκουσε και η Μαρίνα μια πανώρια γυναίκα με λυγερή κορμοστασιά και καταγάλανα μάτια. Γυναίκα γεροδεμένη και ανύπαντρη ακόμα, είχε ταχθεί με το μέρος της μαχόμενης λεβεντιάς. Κρατούσε όπλο σαν άντρας και δεν της παράβγαινε κανένας σε γενναιότητα. Φήμες τη φέρουν να έχει πολεμήσει ακολουθώντας μπαϊράκι και έξω από τον Άγιο Βασίλη σε άλλες επαρχίες. Έτσι μπροστά στον κίνδυνο πήρε πάνω της το καθήκον να υπερασπιστεί τις χωριανές της.
Ήδη την είχαν πλαισιώσει οι ομορφότερες κοπέλες του χωριού έντρομες και ζητούσαν την προστασία της. Εκείνη πήρε αμέσως καμιά εικοσαριά μαζί και παιδιά και τα έκρυψε στη «Ρασοπανέ» ένα απόκρημνο σπήλαιο που βρίσκεται πίσω από το Σελλί, στο δυτικό πλευρό του φαραγγιού, ψηλά και μακριά από το χωριό. Η απόσταση από το σπήλαιο μέχρι το Ξυνόσκαλο ήταν πάνω από δυο χιλιόμετρα.

Εδώ πίστεψε η Μαρίνα ότι θα εύρισκαν προστασία αλλά γελάστηκε. Ψάχνοντας οι νιζάμηδες ανακάλυψαν το κρησφύγετο και αφού τις κύκλωσαν διέταξαν ένα πανύψηλο αράπη να βγει και να τις κατεβάσει.
Εκείνος δίστασε φοβούμενος ότι κάποιοι θα ήταν κρυμμένοι εκεί γύρω για να υπερασπιστούν τις γυναίκες. Το ίδιο βέβαια πίστευαν και οι άλλοι. Πίεζαν όμως με την απειλή του όπλου τον αράπη να βιαστεί για να βεβαιωθούν με την ευκαιρία αν ευσταθούσε η υποψία τους και να λάβουν τα μέτρα τους.
Τι να κάνει κι ο αράπης; Αναγκάστηκε να υποταχθεί στη μοίρα του. Άρχισε να αναρριχάται για να φτάσει στο σπήλαιο. Από μια άστοχη κίνηση όμως κατά την αναρρίχηση εκπυρσοκρότησε το όπλο του και τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι. Δυο δάχτυλα είχαν αποκοπεί και η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη.
Ακόμα κι έτσι όμως έπρεπε να ολοκληρώσει την αποστολή του.
Προχώρησε, με μεγάλο κόπο, μπήκε στο σπήλαιο και ανακουφισμένος διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν εκεί κρυμμένοι πολεμιστές παρά μόνο γυναικόπαιδα προσπάθησε να τους ξεγελάσει λέγοντας ότι με την παράδοσή τους θα γλίτωναν τη ζωή τους.
Η Μαρίνα περίλυπη μέχρι θανάτου, επειδή αυτή είχε αποφασίσει για το κρησφύγετο εκείνο αναγκάστηκε να δεχθεί την παράδοση μη έχοντας άλλη λύση. Βγήκαν λοιπόν όλες μαζί με τα παιδιά από το σπήλαιο και κατεβαίνοντας τις πλησίασαν οι άλλοι που είχαν στείλει τον αράπη. Έδεσαν τις γυναίκες, χέρι, χέρι, εκτός από τα παιδιά που κοιτούσαν φοβισμένα και δεν ήξεραν τι να κάνουν και παρέδωσαν την άκρη του σχοινιού στον τραυματισμένο στρατιώτη αδιαφορώντας για την κατάστασή του. Τον διέταξαν να τις μεταφέρει στα Σελλιά που ήταν χώρος συγκέντρωσης αιχμαλώτων και από εκεί στο Ρέθυμνο για να συνεχίσουν εκείνοι τον δρόμο τους. Άλλωστε δεν είχε να κάνει παρά με λίγες τρομοκρατημένες γυναίκες που, καθώς ήταν και δεμένες δεν μπορούσαν να του δημιουργήσουν πρόβλημα.
Μέσα σε φρικτούς πόνους ξεκίνησε ο στρατιώτης σέρνοντας τις αιχμάλωτες. Πήραν ένα μονοπάτι που οδηγούσε μέχρι τη θέση «Καλό σκαλί» του φαραγγιού που βρίσκεται βόρεια του χωριού Θα έπρεπε να κατέβουν και από εκεί να περάσουν από την κάτω ρούγα και να πάρουν τα γυρίσματα για τα Σελλιά.
Ο αράπης όμως υπέφερε αφάνταστα από το τραύμα του.
Ένα ευφυές σχέδιο
Σε λίγο δεν μπορούσε να κρατήσει τις φωνές του σε βαθμό που άρχισαν να τον λυπούνται και οι ίδιες οι αιχμάλωτες. Η Μαρίνα, περίμενε να φτάσουν κοντά σε ένα βράχο και εκεί ζήτησε τον λόγο από τον στρατιώτη.
– Εδώ του είπε κακόμοιρε, φυτρώνει ένα βοτάνι που σταματά το αίμα από την πληγή, παγουριαίνει και τον πόνο. Αν θες άφησέ με να σου φέρω λίγο να βάλεις στο πόδι σου να γιάνει.
Εκείνος φάνηκε να διστάζει και η Μαρίνα του επανέλαβε πως δεν είχε άλλη ελπίδα σωτηρίας. Θα πέθαινε από την αιμορραγία.
Ήταν τέτοια η κατάσταση του τραυματία που δεν είχε άλλο κουράγιο να το σκεφτεί. Αμέσως της έλυσε τα χέρια. Η Μαρίνα σύρθηκε με την κοιλιά στο σημείο που βρισκόταν ένας θάμνος και με τεράστια προσπάθεια απέσπασε ένα δυο κλωνάρια.
Τα έδωσε στον Τούρκο βοηθώντας να τα βάλει στην πληγή. Φαίνεται πως είχε άμεσο αποτέλεσμα το βότανο, γιατί ο στρατιώτης σταμάτησε να βογκά. Έδειχνε ανακουφισμένος.
Η Μαρίνα δεν έχασε καιρό.
– Τώρα του είπε είδες που είναι το βότανο. Κατέβα να πάρεις περισσότερο γιατί αυτό που μπόρεσα να κόψω δεν θα σε φτάσει. Κι έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Ο Τούρκος χωρίς να χάσει καιρό χαμήλωσε, υπολόγισε την απόσταση μέχρι τον θάμνο και ετοιμάστηκε να συρθεί μέχρι εκεί. Η Μαρίνα με κομμένη την ανάσα τον παρακολουθούσε και μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς είχε τα χέρια ελεύθερα πήρε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με αστραπιαίες κινήσεις στο κεφάλι του στρατιώτη. Εκείνος από τη ζάλη δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έπεσε στον γκρεμό. Επιτέλους είχαν σωθεί.
Η Μαρίνα φρόντισε να πλησιάσει με προσοχή τον Τούρκο και να του πάρει τα άρματα ενώ οι γυναίκες αγωνιούσαν για τη συνέχεια. Είχαν τον φόβο μήπως πέσουν σε άλλη ενέδρα οπότε δεν είχαν πια καμιά σωτηρία.
Η καπετάνισσα ανταριασμένη από τα μουρμουρητά έβαλε τις φωνές.
«Σχολάσετε τσι μηλιές και ακλουθάτε μου ογλήγορα. Να μην ακούσω τσιμουδιά» τους είπε.
Κι εκείνες λούφαξαν από τον φόβο τους μπροστά στην οργή της Καπετάνισσας.
Με προσοχή και με μεγάλη περίσκεψη η Μαρίνα οδήγησε τις γυναίκες σε άλλο σημείο, περισσότερο ασφαλές όπου πέρασαν το υπόλοιπο της μέρας και τη νύχτα.
Για καλή τους τύχη ο στρατός είχε φύγει στο μεταξύ από το Ροδάκινο και πορευόταν στον Αποκόρωνα.
Τότε αποφάσισε η Μαρίνα να επιστρέψει στο χωριό όπου την υποδέχτηκαν με τιμές ηρωίδας όπως της άξιζε. Και μάλιστα από εκείνη τη μέρα την αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερο σέβας, ισότιμα με τους άλλους οπλαρχηγούς
Αυτό ήταν ένα ακόμα από τα επεισόδια εκείνης της περιόδου όπου και η Ρεθεμνιώτισσα έκανε το χρέος της όπως μπορούσε.
Μα πως κατάφερε και ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης να βρει αυτά τα στοιχεία με τα οποία συμπληρώνουμε το προηγούμενο αφιέρωμά μας;
Ο ίδιος σημειώνει ότι εντόπισε το θέμα στην εφημερίδα «Αλήθεια» του 1909, γραμμένο από το Στ. Μάτισσον αλλά προσθέτει ότι αναγνώριζε σε αυτό στοιχεία από παρόμοια αναφορά του Παύλου Βλαστού.
Μένει προς διερεύνηση και η καταγωγή της Μαρίνας. Αόριστες πληροφορίες τη φέρουν μέλος της οικογενείας των Σηφακάκηδων ή Σηφιανών αλλά ο Σταυρουλάκης με επιφύλαξη προσθέτει το στοιχείο αυτό τονίζοντας ότι δεν κατάφερε να το τεκμηριώσει.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε και το τέλος της ηρωίδας που έμεινε όμως στις παρυφές του θρύλου να θυμίζει τον ηρωισμό των γυναικών σε κείνους τους χαλεπούς καιρούς και να υμνεί το μεγαλείο της Μαρίνας που με την εξυπνάδα της και τη γενναιότητά της έσωσε συχωριανές της από μεγάλες περιπέτειες.
Η γενναία αυτή πράξη μας θυμίζει και μια άλλη γυναίκα στην οποία έχουμε επίσης κάνει εκτενές αφιέρωμα. Η αναφορά μας στην πανέμορφη Κατερίνα από το Μέρωνα.
Μια καλλονή από τον Μέρωνα
Όλος ο Μέρωνας μακάριζε τον Ιλλαρίωνα Μόσχο (Μοσχάκη) και για τη θυγατέρα του την Κατερίνα. Καλότροπη και νοικοκυρά, άξια σε όλα. Στα 1801 είδε το πρώτο φως της ζωής. Και μεγάλωνε σύμφωνα με τις παραδόσεις του τόπου της.

Πουλήθηκε σκλάβα τέσσερις φορές.Για την αρπαγή της μια προφορική παράδοση αναφέρει ότι, κάποιος Τούρκος Πασάς γοητευμένος από την ομορφιά της, έβαλε να την απαγάγουν.
Κατά μια άλλη εκδοχή το 1823, όταν οι Τούρκοι προσπαθώντας να καταστείλουν την επανάσταση έφθασαν και στον Μέρωνα, συνέλαβαν με άλλα γυναικόπαιδα και την Κατερίνα και την έσυραν στα σκλαβοπάζαρα, όπου και πουλήθηκε σκλάβα τέσσερις φορές. Τελευταία την αγόρασε ένας Αλεξανδρινός έμπορος, ο οποίος την επήγε στην Αίγυπτο, όπου την αγόρασε ο Σύριος μπέης Παρασαμνής και την οδήγησε στο Βερούτι όπου διέμενε.
Το στοιχείο ότι πωλήθηκε τέσσερις φορές, είναι απολύτως ακριβές, αφού και η ίδια το ανέφερε, όταν στα γεράματά της, διηγιόταν τα πάθη της.
Συζυγική λατρεία
Ο Παρασαμνής την παντρεύτηκε και είχαν να λένε για τη λατρεία του στο πρόσωπό της. Η αδυναμία που της είχε φαινόταν και από την ελευθερία που της έδινε να πηγαίνει όπου ήθελε και γινόταν θυσία για να μην της λείψει τίποτα.
Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα από τη ζωή της αυτή, μέσα στη χλιδή, καθώς την έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο της και τους δικούς της. Έκανε δυο παιδιά που φρόντιζε η ίδια με στοργή αλλά ακόμα κι όταν τα έσφιγγε στην αγκαλιά της, ένοιωθε σαν να μην τα είχε γεννήσει. Την ενοχλούσε ότι ήταν «Τουρκάκια» που τα ανάτρεφε, όπως ήθελε, ο άντρας της και θα γινόταν κάποτε κι αυτά εχθροί της πατρίδας της.
Πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια αλλά η Κατερίνα δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στη ζωή που της πρόσφερε ο άνδρας της κι ας ήταν τυλιγμένη στο μετάξι και τα πιο ακριβά διαμαντικά στόλιζαν την ομορφιά της.
Με την ελευθερία των κινήσεων που διέθετε, δημιούργησε στενή φιλική σχέση με μια οικογένεια Χριστιανών, που έτυχε να συναντήσει, στην οποία και ο άντρας της Κατερίνας είχε εμπιστοσύνη.
Όταν η Μερωνιανή καλλονή βεβαιώθηκε ότι ο αρχηγός της οικογενείας αυτής, Χατζηβασίλης λεγόταν, θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει δεν έχασε καιρό.
Με σπαραγμό η αλήθεια, περίμενε να ξυπνήσουν τα παιδιά της. Τα έντυσε, τα κτένισε, τα φίλησε κι έφυγε δήθεν για ένα περίπατο. Δεν ξαναγύρισε.
Ο άντρας της όταν συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του εξαφανίστηκε, λίγο έλειψε να τρελαθεί.
Εγκατέλειψε τα πάντα και άρχισε να τη γυρεύει παντού. Έφθασε και στο μοναστήρι. Εκεί υποχρέωσε τις καλόγριες να περάσουν μία-μία από μπροστά του.Πέρασε και η Κατερίνα τρέμοντας και προσευχόμενη στην Παναγία να μην την αναγνωρίσει. Πράγματι έτσι όπως ήταν τυλιγμένη στο ράσο της, ήταν φυσικό μέσα στην παραζάλη του εκείνος να μην την καταλάβει.
Απελπισμένος πια αποφάσισε να γυρίσει πίσω στα παιδιά του. Και τους αφοσιώθηκε επειδή έβλεπε σ’ αυτά την αγαπημένη του γυναίκα.
Στον δρόμο της επιστροφής
Η Κατερίνα όταν πια κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε, πήρε τον δρόμο του γυρισμού, κρατώντας δυο λαμπάδες για την εκκλησία του χωριού της. Όταν έφθασε επιτέλους εκεί, ήταν απερίγραπτη η συγκίνηση που ένοιωσε, αλλά και οι δικοί της δεν ήξεραν πως να εκφράσουν τη χαρά τους, που επιτέλους την ξανάβρισκαν.
Τότε άρχισε η όμορφη Μερωνιανή να ξαναζεί, αναπνέοντας το μυρωμένο αέρα του χωριού της και απολαμβάνοντας την αγάπη των δικών της και των χωριανών που την είχαν καμάρι και περηφάνια τους.
Η Κατερίνα Λάριου-Μοσχάκη, ασφαλώς για λόγους πρόνοιας εγκατέλειψε κάποτε το χωριό της και εγκαταστάθηκε στην Πόμπια, βρίσκοντας άσυλο και προστασία σε φιλικές της οικογένειες, διαφεύγοντας τις ενδεχόμενες αναζητήσεις των συμπατριωτών του συζύγου της, ίσως και του ίδιου.

Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η επανάσταση του 1866. Με το μαχαίρι οι Τούρκοι, σε άγριες επιδρομές, προσπαθούσαν να την καταπνίξουν, τρομοκρατώντας τα γυναικόπαιδα. Άφηναν παντού ερείπια και χαλασμό. Ανάμεσά τους και Αιγύπτιοι που ήταν ακόμα σκληρότεροι και από τους Τούρκους. Αρχηγός τους ο Μεχμέτ Πασάς, σκληρός, θαρραλέος και αποφασιστικός. Αφού σκόρπισε όσο μεγαλύτερη καταστροφή γινόταν με τους άνδρες του, πάτησε το Αμάρι και τράβηξε για τον Μέρωνα. Οι νέοι, και όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, είχαν προλάβει να φύγουν και στο χωριό είχαν απομείνει μόνο γυναίκες, γέροι και παιδιά. Εκεί βρισκόταν και η Κατερίνα.
Οι Αιγύπτιοι έζωσαν το χωριό και ήταν έτοιμοι να το καταστρέψουν, όταν ξαφνικά είδαν μπροστά τους μια ηλικιωμένη γυναίκα, που, σε άπταιστα Αραβικά, τους ζήτησε να την οδηγήσουν μπροστά στον αρχηγό τους. Έτσι κι έγινε. Ο Μεχμέτ έκπληκτος την άκουσε στη γλώσσα του να τον ικετεύει να σπλαχνιστεί τον άμαχο πληθυσμό του χωριού και να μην τους πειράξει. Απορημένος τη ρώτησε που έμαθε τόσο καλά τα Αραβικά και εκείνη του διηγήθηκε την ιστορία της. Ακόμα και το όνομα του συζύγου της του αποκάλυψε, μπροστά στη μεγάλη του επιμονή.
Και τότε η Κατερίνα έζησε την πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής της. Είδε τον αγέρωχο Αιγύπτιο στρατηλάτη να πέφτει στα πόδια της, να της φιλά με λυγμούς τα χέρια και να την αποκαλεί γλυκιά του μανούλα. Ο Μεχμέτ ήταν ένας από τους γιους που είχε αφήσει πίσω της!
Όπως ήταν φυσικό δεν πείραξε κανέναν από το χωριό αλλά μάταια την εκλιπαρούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι της και στα παιδιά της.
Η Κατερίνα ξαναγύρισε στην Πόμπια, αμέσως μετά, όπου πρόσφερε σε όποιον χρειαζόταν τη βοήθειά της, ελεώντας τους φτωχούς και παρηγορώντας του αδυνάτους. Εκεί πέθανε και ετάφη.
Πηγές:
«Η καπετάνισσα του Ροδάκινου» (Κρητική Επιθεώρηση 11/7/1930).
Εύας Λαδιά: Κατερίνα Λαρίου – Μοσχάκη: Μια ζωή σαν μυθιστόρημα.
Εθνικός Κήρυκας Νέας Υόρκης (22/2/1959).
Κρήτη Αφιέρωμα.