Περνάμε πάντα από εκεί όταν επισκεπτόμαστε το κάστρο της Φορτέτζας. Είναι ένα βουβό κτήριο, που σου δημιουργεί ένα καταθλιπτικό συναίσθημα. Οι φυλακές του Ρεθύμνου, λέγονται μέχρι και τις μέρες μας «Σύρματα»,όπως τις αποκαλούσαν οι παλιοί Ρεθεμνιώτες. Και πόσοι δεν πέρασαν από αυτά στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Ακόμα βοούν οι τοίχοι από τις κραυγές των πατριωτών, που βασανίζονταν, ανελέητα, από τον κατακτητή. Πόσες και πόσες ιστορίες δεν γράφτηκαν πίσω από τις στιβαρούς ακόμα και τώρα τοίχους και πόσοι ηρωικοί θάνατοι, δεν έγιναν με μάρτυρα το βουβό κτήριο που περιμένει – όπως ξέρουμε – την αξιοποίησή του από τον δήμο μας.
Έχει μείνει στην ιστορία μια προσπάθεια απόδρασης αγωνιστών που κατέληξε σε ένδοξο θάνατο. Αναφερόμαστε στον Νίκο Καλογεράκη και στον Αναστάση Βαβαδάκη. Ήταν αυτοί που με τον Ηλία Ανωμεριανάκη είχαν αναλάβει να σκοτώσουν τον αρχιπροδότη Αλεξομανώλη αλλά έγιναν αντιληπτοί.

Ενώ έβγαιναν από την κρυψώνα τους για να δράσουν, βρέθηκαν ξαφνικά και οι τρεις περικυκλωμένοι. Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης εκτελέστηκε επί τόπου. Τους άλλους δύο δεμένους τους οδήγησαν στην Γκεστάπο, όπου τους υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια σύμφωνα με τα αρχεία της Εθνικής Αντίστασης. Μάταιη η προσπάθειά τους να πάρουν λέξη από το στόμα των δύο παλικαριών. Κανένας δεν μίλησε. Έτσι «τσελεκωμένους» τους οδήγησαν προς τις φυλακές της Φορτέτζας. Ήταν γνωστός ο τόπος που γίνονταν οι εκτελέσεις. Και προς τα εκεί οδηγούσαν οι δήμιοι τους δυο πατριώτες, που δεν είχαν σκοπό να υποταχτούν στη μοίρα τους. Ήταν φτιαγμένοι από τη στόφα εκείνη των γενναίων που δεν παραδίδονται του χάρου χωρίς αντίσταση, μέχρι το τέλος.
Κι εκεί που βάδιζαν με απότομες κινήσεις τα «τσελεκωμένα» τους χέρια απώθησαν τους στρατιώτες, αιφνιδιάζοντάς τους και προσπάθησαν να ξεφύγουν.
Γρήγορα όμως συνήλθαν και άφησαν τα όπλα τους να γράψουν τον θλιβερό επίλογο. Τον Νίκο Καλογεράκη εκτέλεσε ο Γερμανός αστυνομικός Έρμαν. Ο Αναστάσης Βαβαδάκης, ενώ πήρε την κατηφόρα κι όλα έδειχναν πως θα γλίτωνε, έπεσε η ζώνη του κι όπως μπερδεύτηκε στα πόδια του, τον καθυστέρησε έτσι ώστε να τον προφτάσει ο διώκτης του και να τον πυροβολήσει. Σαν θηρία έτρεξαν και οι άλλοι στη μεριά του και με απίστευτη θηριωδία τον αποτέλειωσαν πυροβολώντας στο κεφάλι του.
Πολλά από όσα διαδραματίζονταν πίσω από τους τείχους της φυλακής μαθαίνουμε από διηγήσεις.
Μια σπουδαία δημοσιογραφική έρευνα
Κάποιος όμως θέλησε να ζήσει την ατμόσφαιρα από καθαρά δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Αυτός ήταν ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης αγωνιστής Νίκος Ανδρουλιδάκης δικηγόρος και δημοσιογράφος.
Στις δημοσιογραφικές του έρευνες οφείλονται πολλά στοιχεία που ρίχνουν φως σε σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας.
Ο Νίκος Ανδρουλιδάκης, θέλοντας ίσως να κερδίσει τον χρόνο που έχασε μακριά από την πόλη του σε κολαστήριο γερμανικού στρατοπέδου, συνήθιζε γωνιά-γωνιά να ερευνά την παλιά πόλη. Όπως ήταν φυσικό, περνώντας από τις φυλακές αποφάσισε να κάνει ένα ρεπορτάζ. Και ήταν από τις σημαντικότερες καταγραφές που άφησε στην πόλη.

Όπως και ο ίδιος εξηγεί στο θέμα του που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα του Πολιτεία από 23 Μαΐου 1949, θέλησε να ασχοληθεί με τη ζωή στις φυλακές εκείνη την περίοδο που φυσικά οι συνθήκες δεν συγκρίνονταν με όσα ο ίδιος έζησε 100 μέρες στις φυλακές του Ζεμούν, 40 μέρες στις φυλακές Βελιγραδίου και δυο χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ήθελε όμως να εξετάσει τις συνθήκες εκείνης της περιόδου που συνέχιζαν να διακυβεύουν την ελευθερία τους άνθρωποι με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις.
Στον πρόλογό του ο Ανδρουλιδάκης σημειώνει για το ιστορικό των φυλακών Ρεθύμνου «Το κτήριο των επανορθωτικών φυλακών Ρεθύμνου χρωστάμε στη Βενιζελική εποχή της πραγματικής εθνικής ανασυγκρότησης, που την κάναμε τα ωραία εκείνα χρόνια με τα λεφτά μας όχι με δανεικά ή χαριστίκια.
Ήταν στο κτήριο που άλλοτε χρησίμευε σαν πεδίον ασκήσεως της ρεθενιώτικης νεότητος. Συγκεντρώνει όλους τους όρους ωραίας υγιεινής διαμονής …».
Όταν ο Ανδρουλιδάκης εξασφάλισε την άδεια και μπήκε στις φυλακές άκουσε μαντινάδες από έναν φυλακισμένο που αποκρεμόταν στα κάγκελα του παραθύρου για να έχει μια αίσθηση ότι αναπνέει λεύτερο αέρα. Και τραγουδούσε ο άνθρωπος αυτός κοιτάζοντας προς την πόλη:
Σα μπει κανείς στη φυλακή
δεν έχει μπλιό χατήρι
ξεχνούντο νε οι συγγενείς
ξεχνούντο νε κι οι φίλοι
Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
και πόρτες κλειδωμένες
βλέπω καρδιές λυπητερές
και παραπονεμένες
Τα συναισθήματα της κάθε μαντινάδας τα είχε νοιώσει έντονα και ο Ανδρουλιδάκης. Κι ήταν φυσικό να συμπεράνει πως η στέρηση της ελευθερίας, κάτω από κάθε συνθήκη δεν παύει να είναι μια κόλαση.
Τον Απρίλιο του 1949 που γίνεται αυτό το ρεπορτάζ στις φυλακές κρατούνται 64 κατάδικοι έναντι 49 που είχαν καταγραφεί τον Ιανουάριο του ίδιου έτους. Κύριο αδίκημα η ζωοκλοπή κι ήταν πόνος ψυχής να βλέπεις στα σίδερα λεβέντες μέσα στην ακμή της νιότης τους εξαιτίας μιας παράδοσης που αποτελεί το όνειδος της Κρήτης.
Κατ’ αδικήματα, οι κρατούμενοι χωρίζονταν σε 13 δοσίλογους, 12 για παράνομη οπλοφορία, ένας για φόνο εξ αμελείας, δύο για αποπλάνηση, δυο για λαθρεμπόριο, δυο για φόνο εκ προμελέτης, τέσσερις για κλοπές οκτώ ζωοκλέπτες και οι υπόλοιποι για μικροαδικήματα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η περίπτωση ενός 88χρονου που είχε καταδικαστεί για αγροζημία αλλά δεν είχε χρήματα ο φουκαράς να πληρώσει το πρόστιμο κι έτσι τον έκλεισαν φυλακή
Έ και να ζούσε ο Μανόλης Καούνης, ο έμπορος με τις αμέτρητες αγαθοεργίες, που άνοιγε το συρτάρι του σε κάθε περίοδο εορτών κι έσπευδε να αποφυλακίσει κάθε φυλακισμένο, για χρέη, που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τα πληρώσει.
Ένας εισαγγελέας με συνείδηση
Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι η πληροφορία ότι ο Ανδρουλιδάκης επισκέφτηκε τις φυλακές συνοδευόμενος από τον εισαγγελέα Περιστερίδη που έδειχνε να γνωρίζει καλά τους κρατούμενους. Όπως αποδείχτηκε ο άνθρωπος αυτός, έχοντας πλήρη συναίσθηση της έννοιας σωφρονισμός, επισκεπτόταν συχνά τους φυλακισμένους και συζητούσε μαζί τους, όπως θα το έκανε με φίλους του. Αυτό καταλαβαίνουμε τι σήμαινε και πόσο φωτισμένος άνθρωπος πρέπει να ήταν εκείνος ο εισαγγελέας, που αδιαφορώντας για τις συνέπειες εφάρμοζε συστήματα αγάπης και κατανόησης, ελπίζοντας ότι έτσι θα συμβάλει στην ομαλή ένταξη του φυλακισμένου στο κοινωνικό σύνολο, όταν αυτός εκτίσει την ποινή του. Οπωσδήποτε έπνεε ένας άνεμος πολιτισμού στις φυλακές για τα δεδομένα της εποχής, αλλά το κράτος δεν ήταν σε θέση να συμβάλει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κρατουμένων. Κι έτσι έμενε σ’ αυτούς με την προσωπική τους εργασία να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν.
Για τη διευκόλυνσή τους λειτουργούσαν τρία συνεργεία, καλαθοποιίας, υποδηματοποιίας και χειροτεχνίας που και απασχολούσαν δημιουργικά τους κρατούμενους και τους επέτρεπαν να ζουν κάτω από ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Οι κρατούμενοι παρουσίαζαν αξιόλογη δουλειά και μάλιστα σε επίπεδο που έδωσε στον εισαγγελέα Περιστερίδη την ιδέα, να τους οργανώσει μια έκθεση που θα επέτρεπε να διαθέσουν περισσότερα από τα προϊόντα τους. Θα ήταν και μια πρόταση για το σωφρονιστικό σύστημα.
Φαίνεται ότι έβαζε σε εφαρμογή τη ρήση του Βίκτωρος Ουγκώ «Δώστε να ξεπεινάσουν οι πεινασμένοι και μορφώσετε την κοινωνία και ο άνθρωπος θα παύσει να εγκληματεί. Γιατί ένα μέρος του εγκλήματος βαρύνει την ίδια την κοινωνία».
Αυτό που έκανε εντύπωση στον Ανδρουλιδάκη και σίγουρα δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο, είναι η φροντίδα των σωφρονιστικών υπαλλήλων να μάθουν στους αναλφάβητους κρατούμενους τα στοιχειώδη. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς ήξεραν ήδη να συλλαβίζουν ενώ οι περισσότεροι γνώριζαν να υπογράψουν.
Τα προβλήματά της φυλακής
«Ξεναγός» του Ανδρουλιδάκη στις φυλακές ήταν ο Νίκος Μαραγκάκης που υπηρετούσε ως λογιστής και την περίοδο εκείνη αντικαθιστούσε τον αδειούχο διευθυντή των φυλακών Στίκα.
Ο Μαραγκάκης μιλώντας στον Ανδρουλιδάκη για τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων του ανέφερε πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτούς η παρουσία φορέων της πόλης κατά τακτά διαστήματα. Βέβαια πέραν της Χριστιανικής Ένωσης δεν υπήρχε ενδιαφέρον από άλλα σωματεία – για τη συγκεκριμένη περίοδο λέμε πάντα. Αυτή η παρουσία όμως, έδινε μια αίσθηση στους κρατούμενους ότι δεν ήταν τα αποβράσματα που η κοινωνία απωθούσε, αλλά είχαν ελπίδες βγαίνοντας να βρουν ξανά τον δρόμο τους και να προχωρήσουν στη ζωή αλλάζοντας σελίδα.
Εκείνη την εποχή βλέπουμε ότι οι κρατούμενοι είναι πιο κοντά στην εκκλησία. Παρακολουθούν με συνέπεια το κήρυγμα που γίνεται από φωτισμένους θεολόγους και άλλους λόγιους της πόλης (Πολογιώρη – Σπ. Θυμιανό, Δρακονάκη, και τις Κυριακές εκκλησιάζονται κατά διαστήματα στον ναίσκο της Αγίας Αικατερίνης).
Από τους κρατούμενους ο ναός κρατείται καθαρός και όλα λάμπουν εκεί.
Στο σημείο αυτό ο Ανδρουλιδάκης κάνει αναφορά στην αγιογραφία του ναού που οφείλεται στην Αθηνά Καφάτου, αδελφή του Λυκούργου – εκδότη της εφημερίδας «Βήμα» που διακρίνεται για το ταλέντο της στα εικαστικά.
Ιδιαίτερο έπαινο αποσπά το έργο της «Ευαγγελισμός» που χαρακτηρίζεται έργο τέχνης.
Από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι φυλακές το 1949 ήταν αυτό της λειψυδρίας που καταγράφει πρώτο ο Ανδρουλιδάκης στην έρευνά του. Τις λίγες ώρες που έφθανε το νερό δεν υπήρχε ρεύμα για να το διοχετεύσει στους αγωγούς για να το μεταφέρει δια της ανυψώσεως.
Και όταν ανάβει η πόλη, νερό δεν υπάρχει γιατί έχει ήδη κοπεί. Σκεφτείτε τι αντιμετώπιζε το Ρέθυμνο από τη λειψυδρία το 1949.
Αυτό που έδωσε μεγάλη ανακούφιση στον Ανδρουλιδάκη ήταν η διαπίστωση ότι οι κρατούμενοι δεν υπέφεραν από ψείρες και κοργιούς, χάρις στο DDT.
Κι ένοιωθε ανακούφιση ενθυμούμενος τι περνούσαν οι κρατούμενοι τις εποχές που ήταν έγκλειστος και ο ίδιος από τα ενοχλητικά ζωύφια, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν πιο βασανιστικά και από την πείνα και τα βασανιστήρια ακόμα.
Στη διάρκεια που κράτησε η έρευνα του Ανδρουλιδάκη στις φυλακές, επέστρεψε και ο διευθυντής Βλάσης Στίκας. Αξιοποιώντας την παρουσία του δημοσιογράφου ιεράρχησε τις βασικές ανάγκες των κρατούμενων και τι νομίζετε ότι ζήτησε για να προσφέρει μια ψυχική ανάσα στους κρατούμενους;
Ένα ραδιόφωνο!
Για την εποχή εκείνη βέβαια το ραδιόφωνο στοίχιζε μια περιουσία και λίγα ήταν τα σπίτια που είχαν αυτή την πολυτέλεια.
Αισιοδοξούσε όμως ο διευθυντής των φυλακών ότι θα μπορούσαν οι φυλακές να αποκτήσουν ραδιόφωνο από τη συνδρομή φιλανθρώπων Ρεθεμνιωτών που θα είχαν και την οικονομική δυνατότητα.
Από τη συζήτηση του Ανδρουλιδάκη με τον Στίκα διαπιστώνουμε ότι από τα πιο απάνθρωπα μέτρα του σωφρονιστικού συστήματος της εποχής ήταν η προφυλάκιση που για πολλούς άτυχους στάθηκε επιζήμια για την υπόλοιπη ζωή τους, καθώς αποδείχτηκε στη δίκη τους ότι ήταν αθώοι του κακουργήματος που τους κατηγορούσαν.
Στη περίπτωση αυτή έκανε σπουδαία δουλειά ο ανακριτής Γραφανάκης, που μετά από εξονυχιστική έρευνα κάθε περίπτωσης αποφάσιζε τη προφυλάκιση ή μη του κατηγορουμένου.
Ένα παράδειγμα χριστιανικής αλληλεγγύης
Ήταν αναμενόμενη από ένα δημοσιογράφο με την πείρα του Ανδρουλιδάκη η ερώτηση για τους ανθρώπους που δεν ξεχνούσαν τις άγιες ημέρες τους κρατούμενους για ν’ ακούσει από τον Στίκα ύμνους για τα Περιβόλια και τον εφημέριό τους παπά Αντώνη Ξυδάκη που είχε επισκεφθεί και κείνο το Πάσχα τις φυλακές προσφέροντας σε κάθε κρατούμενο ένα πακέτο με τσουρέκι, κουλουράκια και τσιγάρα. Ήταν μια επίσκεψη που μαζί με τα παρήγορα λόγια του φωτισμένου εκείνου ρασοφόρου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στους κρατούμενους και για μέρες το συζητούσαν.

Και αναρωτιόταν ο διευθυντής των φυλακών γιατί οι μοναχοί να μην ακολουθούν το παράδειγμα του παπά Ξύδη που έδειχνε έμπρακτα αυτό που τόνιζε ο Ιησούς στοn θείο Του λόγο «Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. ..αμήν λέγω υμίν, εφ᾿ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Εδώ τέλειωνε η έρευνα του Νίκου Ανδρουλιδάκη για τις φυλακές Ρεθύμνου εν έτει 1949, λίγες μέρες μετά το Πάσχα.
Και εντυπωσιασμένη από τις τελευταίες παραγράφους θυμήθηκα όσα μου διηγείτο ο αξέχαστος ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης που έζησε την εμπειρία της φυλακής εξαιτίας της αγωνιστικής και ιδεολογικής του δράσης.
Κάποτε που του εκθείαζα τον Πολύβιο Τσάκωνα για το πνευματικό του ανάστημα με ρώτησε με κείνο το ύφος που προσπαθούσε να εκμαιεύσει το συμπέρασμα κρίνοντας τον βαθμό του προβληματισμού σου.
«Για την πνευματική του ευρωστία ξέρεις. Για την ανθρωπιά του έχεις κάτι να μου πεις;» Κι επειδή σώπαινα μη έχοντας απάντησή πήρε εκείνος τον λόγο και άρχιζε να μου αφηγείται για μια νύχτα Ανάστασης στο Αστυνομικό τμήμα όπου κρατείτο μέχρι να αποφανθούν για την τύχη του, που κάποιος ζήτησε να τον δει.
‘Ήταν ο Πολύβιος Τσάκωνας που τον επισκέφθηκε με το αναμμένο του κερί κρατώντας ένα ακόμα.
«Πάρε Γιάννη, του είπε από το Άγιο Φως, για να μας νοιώσεις κοντά σου και να θυμάσαι πως μετά από ένα Γολγοθά έρχεται η Ανάσταση».
Ακόμα θυμάμαι με πόση ορμή, μόλις τέλειωνε η αφήγηση έσπευδε να βγει από το γραφείο ίσως για να μην προλάβω να αντιληφθώ τη συγκίνησή του.
Μέρες σαν κι αυτές που γνώρισε και ο Θεάνθρωπος τη φρίκη της φυλακής έστω και για λίγες ώρες πριν το σταυρικό του θάνατο, επιλέξαμε από το αρχείο μας αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα έρευνα του Νίκου Ανδρουλιδάκη για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές Ρεθύμνου.
Και είναι αξιοσημείωτη η παρατήρησή του που επιβεβαιώνει όσα αναφέραμε σε σχετικό αφιέρωμά μας για τους κρατούμενους για εθνική αναξιότητα.
Και ο Ανδρουλιδάκης είχε απορήσει για εκείνους τους λίγους που εκρατούντο ως δωσίλογοι όταν τόσοι άλλοι εκείνη ακριβώς την εποχή, περίοδο εμφυλίου, έπαιρναν το συγχωροχάρτι με τη σέσουλα. Και δεν αργούσαν μάλιστα να αποκτήσουν και προνόμια, όπου βόλευε η κατάσταση.
Από τις σκοτεινές σελίδες τις ιστορίας που δεν είναι εύκολο να παραγραφούν όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τότε.