Η Γερμανική Κατοχή στο Ρέθυμνο δημιούργησε τους νέους «Ιούδες» της Ιστορίας. Θα πρέπει βέβαια να γίνει ένας διαχωρισμός για λόγους δικαιοσύνης. Δεν μπορούμε να βάλουμε στο ίδιο «σακί» γόνο ιστορικής οικογενείας που περίμενε τους Γερμανούς να μπουν στο Ρέθυμνο από ανατολάς, στο ύψος του Πλατανιά κι όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα αυτοκίνητα σήκωσε το χέρι και δόξασε τον Χίτλερ με τον θρυλικό «Στραβό» του Γερακαρίου που πήρε στον λαιμό του τόσους αθώους. Εθνικά ανάξιοι και οι δυο αλλά καθένας κρίνεται από το μέγεθος της προδοσίας του.
Φθάνοντας στο Ρέθυμνο οι Γερμανοί ξεδίπλωσαν κι εδώ τις λίστες με τους Έλληνες που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία. Κι άρχισε το κάλεσμα. Άλλοι ανταποκρίθηκαν με ευκολία, αλλά περιορίστηκαν στον ρόλο του Γερμανόφωνου συνεργάτη που μερικές φορές έσωζε και κόσμο. Άλλοι πάλι-βλέπε Αλεξομανώλης – το έπαιζαν παράγοντες κυκλοφορώντας και με περιβραχιόνιο ντροπής για να δηλώνουν κραυγαλέα την υποταγή τους.
Τι ξέρουμε για τους κατ’ εικόνα και ομοίωση Ιούδα Ισκαριώτη Ρεθεμνιώτες που πρόδωσαν τον τόπο τους;Όπως αναφέρει ο κ. Ηλίας Ανωμεριανάκης σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη του με τίτλο «Αναψηλάφηση μιας μακραίωνης πορείας στον χρόνο, Ρέθυμνο, Εκδόσεις Καλαϊτζάκης, 2011, «Στην περιοχή του Ρεθύμνου έδρασαν αρκετοί δωσίλογοι με κάποιους εκ των πλέον διαβόητων εξ αυτών να αναφέρονται σ’ ένα στιχούργημα της εποχής που ακούγεται μέχρι σήμερα.
Ο Στυλιανός Μαρκιανός ήταν διορισμένος από τους Γερμανούς νομάρχης της Ρεθύμνης ήδη από την 29η Μαΐου 1941) (https://el.wikipedia.org/wiki/Κατάλογος_νομαρχών_Ρεθύμνης), ενώ ο προδότης Μανώλης Αλεξάκης ή Αλεξομανώλης (όπως και οι δυο γιοι του) ήταν ο ένας εκ των δύο μόνο δωσίλογων του Ρεθύμνου (μαζί με τον Ιωάννη Λίτινα από τις Βολιώνες) που έφτασαν στο επαίσχυντο σημείο να κυκλοφορούν με την γερμανική στολή. Δύο προσπάθειες που έγιναν να εξοντωθεί ο Αλεξομανώλης απέβησαν άκαρπες. Ο Αλεξομανώλης εν τέλει με την απελευθέρωση θα παραπεμφθεί σε δίκη, ενώ μετά από σύντομη φυλάκιση θα αφεθεί ελεύθερος και θα εγκατασταθεί εκτός της Μεγαλονήσου, διαβιώντας με οικονομική άνεση μέχρι το 1980 που θα αποβιώσει (Νίκος Περακάκης, «Εθνικό Συναξάρι»).
Πέρα από τους προαναφερθέντες προδότες, στις σελίδες 353 έως 366 του βιβλίου αναφέρονται και άλλα ονόματα που έδρασαν είτε στο Ρέθυμνο είτε σε άλλες περιοχές της Κρήτης. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις ο λαός πήρε τον νόμο στα χέρια του. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των μελών της οικογένειας Σαμαράκη που κατεσφάγησαν με πρωτοφανή αγριότητα εντός του δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου καθώς οι ποινές που τους επεβλήθησαν, δεν ικανοποίησαν το συγκεντρωμένο πλήθος λαού, για τις πράξεις τους στη διάρκεια της Κατοχής και κυρίως για την εξόντωση 37 κατοίκων του χωριού Σάρχος Μαλεβιζίου. Επίσης στην περίπτωση του χανιώτη προδότη Κομνά και καθώς είχε αντιληφθεί ότι κινδύνευε η ζωή του από τις πράξεις του και δεν έβγαινε από το σπίτι του, οι Χρήστος Μοράκης, Σήφης Πολέντας και Παύλος Πολέντας θα τον σκοτώσουν με μαχαίρι μέσα στο σπίτι του. Ο Γιώργης Βρέντζος θα σκοτώσει με τον ίδιο τρόπο, μαχαιρώνοντάς τον, εντός της δικαστικής αίθουσας τον αρχιπροδότη Μαγιάση, που ευθύνονταν για τον θάνατο εκατοντάδων κρητικών, ενώ και τους περισσότερους Κρουσωνιώτες Σουμπερίτες, με φονική δράση στην Καλή Συκιά και όχι μόνο θα τους εκτελέσουν αντάρτες. Όσο για το τέλος του Ευάγγελου Φραγγιά, το όνομα του οποίου προαναφέρθηκε, ήταν επίσης οδυνηρό, καθώς οι αντάρτες τον συνέλαβαν και αφού τον ανέβασαν στην ταράτσα του κτιρίου που στέγαζε το Νοσοκομείο της πόλης του Ρεθύμνου τον πέταξαν στον δρόμο με αποτέλεσμα να βρει τον θάνατο. (Χάρης Στρατιδάκης, Το Ρέθυμνο του τρόμου Ιστορική πραγματικότητα και αστικοί μύθοι (ΙΙΙ), www.rethnea.gr, 27/09/2018
Λίγοι και άσημοι καταδικάστηκαν
Πέρα από όσους προδότες τιμωρήθηκαν με αυτοδικία, από τους υπολοίπους όπως προαναφέρθηκε λίγοι καταδικάστηκαν από τα επίσημα ελληνικά δικαστήρια. Δικαστήρια που εν πολλοίς λειτουργούσαν κατ’ εντολή των εκάστοτε μεταπολεμικών κυβερνήσεων και καμία ανεξαρτησία δεν τα διέκρινε.
Στην πραγματικότητα λίγοι και άσημοι θα καταδικαστούν, τις περισσότερες φορές πέφτοντας ακόμα και αυτοί στα μαλακά και με μικρές ποινές, με αποτέλεσμα σύντομα να είναι έξω από την φυλακή. Ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος θα λειτουργήσει ως κολυμβήθρα για το ξέπλυμα των αμαρτιών όλων αυτών, με αποτέλεσμα και τραγική ειρωνεία πολύ σύντομα πολλοί εξ αυτών όχι απλά να κυκλοφορούν ελεύθεροι αλλά και να επανενταχτούν στον εθνικό κορμό και τον δημόσιο τομέα, καταλαμβάνοντας μάλιστα θέσεις ευθύνης και κυβερνητικά πόστα.
Η δράση του «στραβού»
Από τις πλέον πολύκροτες δίκες ήταν του Γενεράλη (Στραβού) από το Γερακάρι υπαίτιου για πολλά αθώα θύματα των ναζί.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν προέβη στις αισχρές προδοσίες του μια φορά. Απ’ ότι φαίνεται το είχε κάνει επάγγελμα έναντι αδράς αμοιβής. Και οι χωριανοί τον είχαν πάρει χαμπάρι και θέλησαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Αλλά μπήκαν στη μέση ο Γεώργιος Τουρνάκης και ο Νικήστρατος Κοκκονάς που δεν ήθελαν για κανένα τρόπο να πάρει το χωριό πάνω του το κρίμα ενός προδότη. Παρά τις διαβεβαιώσεις του όμως ο «Στραβός» συνέχισε το βιολί του κι όλο αύξαινε το κοπάδι του γιατί η αμοιβή του εκτός από λίρες ήταν και πρόβατα.

Ακόμα μια φορά τον πλησίασαν οι «Νέστορες» του χωριού προσπαθώντας να τον σταματήσουν. Εκείνος αρνήθηκε ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς. Το μόνο που παραδέχτηκε ήταν μόνο ότι συνεργαζόταν με τον νομάρχη Στυλιανό Μαρκιανό.
‘Άλλη τραγική περίπτωση αυτός ο Μαρκιανός. Ποιος να το φανταζόταν ότι ο δικηγόρος που κατείχε μια εξέχουσα κοινωνική θέση στο Ρέθυμνο, και μάλιστα με την κήρυξη του πολέμου επικεφαλής του δικηγορικού συλλόγου είχε ταχθεί στην εξυπηρέτηση του άμαχου πληθυσμού θα κατέληγε από τους σημαντικούς συνεργάτες του εχθρού.
Αναφέρει για τον Μαρκιανό ο Χρήστος Τζιφάκης αρχηγός της Αντίστασης στο Ρέθυμνο και στρατιωτικός διοικητής του νομού Ρεθύμνης κατά τη διάρκεια της Απελευθέρωσης: «Δυστυχώς η εν γένει διοίκησις του ως νομάρχου δεν ικανοποίησε τις προβλέψεις του πληθυσμού του νομού και τελικώς από ορισμένα περιστατικά ο λαός του νομού τον εχαρακτήρισε ως δωσίλογον. Ίσως τα έκδηλα φανατικά αντικομουνιστικά του φρονήματα και η αδυναμία του να συλλάβει το νόημα του απελευθερωτικού μας αγώνα τον παρέσυραν και εις πράξεις εις βάρος του αγώνος τούτου… Νομαρχικών των δικαιωμάτων και ούτω η εξορία – ομηρία – εις Γερμανίαν πολιτών απεδόθη αποκλειστικώς και μόνον εις ενεργείας του, χωρίς τούτο να αποδειχθεί» (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 276-277).
Ο Γιάννης Σπιθουλάκης γίνεται πιο σαφής όσον αφορά τις πράξεις δοσιλογισμού του Μαρκιανού: «Το 1942 που έκανε τσι πρώτες συλλήψεις τότε, για να σας-ε-πω λεπτομέρειες, ήτονε νομάρχης στην κατοχή, τον είχαν βάλει οι Γερμανοί, ένας Μαρκιανός, ο οποίος ήτονε. δικηγόρος και τον εβάλανε οι Γερμανοί νομάρχη. Λοιπόν, επειδή οι Γερμανοί τότε γυρεύανε καταλόγους αριστερών, το πληροφορήθηκαν ο Ανδρουλιδάκης ο δικηγόρος κι ένας Μαθιουδάκης, ο καθηγητής, ο χωριανός μας, και πήγανε σαν επιτροπή και βρήκαν τον νομάρχη και του λένε: Έχω πληροφορίες ότι οι Γερμανοί σας ζητούν καταλόγους αριστερών. Αλλά ‘σεις πρέπει να δικαιολογήσετε ότι ήτονε μεν αριστεροί, αλλά με τη διχτατορία του Μεταξά δεν υπάρχει κανένας. Κι όμως, αυτός ο κερατάς, αμέσως μετά δύο μέρες πάει στον Γκεστάμπο και δίνει τσι καταλόγους. Και μετά δυο μέρες εκάμανε συλλήψεις». (Μανόλης Παντινάκης-Αντώνης Σανουδάκης. Πόθος Λευτεριάς, σελ. 9-10).
Το τέλος του Μαρκιανού σημειώνεται επίσης από αξιόπιστες πηγές Αναφέρει σχετικά ο Τζιφάκης: «Επετεύχθη η σύλληψή του κ. Μαρκιανού, όστις οδηγήθη εν ασφαλεία εις τας ποινικάς φυλακάς Ρεθύμνης. Επηκολούθησεν η παραπομπή τούτου εις τα νόμιμα δικαστήρια δωσιλόγων και κατεδικάσθη ούτος. Αποφυλακισθείς μετά την έκτισιν της επιβληθείσης αυτώ ποινής εφονεύθη παρ’ αγνώστου τας πρώτας ημέρας της αποφυλάκισεώς του» (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 277-278).
Σαφέστερος γίνεται ο Σπιθουλάκης αναφέροντας στους εξέχοντες ιστορικούς ερευνητές Μανόλη Παντινάκη και Αντώνη Σανουδάκη: «Και πήγε ο αδερφός του Μόρου του Γιώργη, ο Μανούσος, τ’ όνομα-ν-του ήτονε Μοράκης, και πήγαινε στο δικαστήριο και των-ε-λέει.: Εσείς να τον αθωώσετε, αλλά εγώ θα τον-ε-δικάσω μοναχό μου. Και όντως επήγαινε στο σπίτι-ν-του μια μέρα, την ώρα που ‘βγαινε από το σπίτι-ν-του και τον-ε-πιάνει και τον-ε-σκοτώνει επί τόπου στο σπίτι-ν-του απόω, αυτός ο Μόρος. Αυτό έγινε του 1945… Τόν εσκότωσε-ν επειδή είχε δώσει τσι καταλόγους στσι Γερμανούς κι ήτονε μέσα κι ο αδερφός του ο Γιώργης, τον οποίο επισήμανε μετά και τον επεσήμανε σε στρατόπεδο στη Γερμανία και ‘κει τον εσκοτώσανε» (Παντινάκης και Σανουδάκης, Πόθος Λευτεριάς, σελ. 35).
Σχετικά με τους Μόρους που αναφέρονται αυτοί ήταν αδέλφια Γιώργης και Μανούσος Μόρος ή Μοράκης από την Αρχοντική. Ο Γιώργης μεταφέρθηκε αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ebensee και σκοτώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1945 στο Auschwitz (Πολιουδάκη, Μαρτυρολόγιο, σελ. 72).
Ένας ακόμα Ιούδας
Φόβος και τρόμος του Κατωμεριού, σύμφωνα με τον δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη ήταν ο Αλεξομανώλης. Έτσι αποκαλούσαν τον Εμμανουήλ Αλεξάκη από το Ξηρό Χωριό. Πίσω από κάθε σελίδα συμφοράς θα τον δεις να προβάλλει. Ήταν πανίσχυρος και αν θυμηθούμε τις μαρτυρίες Σακτουριανών από την πόρτα του πέρασε αρκετός κόσμος να διαπραγματευθεί την ελευθερία των ανθρώπων του, που είχαν κλειστεί στις φυλακές της Φορτέτζας μετά την καταστροφή του χωριού. Ο Αλεξομανώλης είχε τον τρόπο και άδειαζε φυλακές, αλλά με το αζημίωτο. Ενώ άλλοι όμοιοί του τηρούσαν τα προσχήματα, ο Αλεξομανώλης είχε ανοιχτά ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Εμφανιζόταν με γερμανική στολή και μπαινόβγαινε στις γερμανικές υπηρεσίες, έχοντας δίκτυο συνεργατών σε όλο τον νομό. Δωσίλογος με τη βούλα κοντολογίς.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση» ότι τον θυμάται να διασχίζει επιδεικτικά τη λεωφόρο της πόλης του Ρεθύμνου με το όπλο στον ώμο, σπάνια εμφάνιση για την εποχή εκείνη. Συμμετείχε ακόμα και σε μπλόκα. Συγκεκριμένα στην εξόρμηση των Γερμανών στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, όπου συνελήφθη ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, ένας μοναχός αναγνώρισε τον Αλεξομανώλη και πλησιάζοντάς τον του λέει: «Και ‘συ είσαι εδώ;» για να τον αποπέμψει ο προδότης με ένα ηχηρότατο «Ράους».
Μετά από τόσες εγκληματικές πράξεις που διέπραξε ήταν φυσικό οι αντιστασιακές οργανώσεις να σκεφτούν τρόπους απαλλαγής από αυτόν. Κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε. Να θανατωθεί.
Έτσι οι οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ανέθεσαν τη δύσκολη, αλλά και τόσο επικίνδυνη αποστολή σ’ ένα διαλεκτό παλικάρι από τη Λούτρα τον Αναστάση Βαβαδάκη. Σύμφωνα όμως με την πλέον έγκριτη ιστορική πηγή, τον γιατρό Γιώργη Αγγελιδάκη, ναι μεν οι οργανώσεις είχαν κατά νου την τιμωρία του δωσίλογου, αλλά ο Αναστάσης, γενναίος μέχρι αποκοτιάς και παρορμητικός τύπος, ξέροντας τι ετοιμάζουν οι ομάδες, πήρε πρωτοβουλία να δράσει μόνος του κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι μόνος του επέλεξε τον βοηθό του.
Αυτό πάλι το αντικρούει ο Ηλίας Ν. Κοπανάκης, στο βιβλίο του «Μαρουλάς Ρεθύμνου», με τον ισχυρισμό ότι τα σενάρια περί ατομικής πρωτοβουλίας είναι παιδαριώδη και ανυπόστατα. Ο «Βαβάς» με τόση εμπειρία ποτέ δεν θα έβαζε σε κίνδυνο την αποτυχία μιας ενέργειας. Εξάλλου ο Αλεξομανώλης ήταν ανέκαθεν ένας από τους κύριους στόχους του πυρήνα των ανταρτών του Ρεθύμνου. Ο κ. Κοπανάκης επιχειρηματολογεί με βάση και άλλες αξιόπιστες πηγές.
Να σημειώσουμε μόνο για την ιστορία ότι όπως αναφέρει ο κ. Κοπανάκης στο βιβλίο του επικαλούμενος διάφορες πηγές και μαρτυρίες, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν την εξόντωση του Αλεξομανώλη στο άντρο τους στις Αραβάνες του Ψηλορείτη και το μήνυμα έδωσαν σε κάποιο παιδί, τότε, ονόματι Ζαχαράκη από τον Πρινέ Μυλοποτάμου, να το παραδώσει στον Αναστάση Βαβαδάκη.
Η τιμωρία του Μαγιάση
Μέσα Απριλίου του 1947, δικαζόταν από το Δικαστήριο των δωσιλόγων Ηρακλείου ο γκεσταμπίτης -συνεργάτης των Ναζί, Μαγιάσης…
Στις 30 του μήνα ο ανωγειανός Γιώργης Βρέντζος και κατά κόσμον «Τηγανίτης» μπαίνει στο ακροατήριο και ορμά προς το εδώλιο, καταφέρνοντας δυο μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα του προδότη! Αιτία; Ο Μαγιάσης κάρφωσε τον αδελφό του. Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του στο οροπέδιο της Νίδας, στον Ψηλορείτη, από τους Σουμπερίτες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» της Πρωτομαγιάς 1947:
«Χθες το πρωί δικαζόταν στο Δικαστήριο Δοσιλόγων Ηρακλείου ο γνωστός προδότης Μαγιάσης για την εκτέλεση του Μιχαήλ Βρέντζου από τ’ Ανώγεια που είχε κάμει ο ίδιος στη Νίδα. Κατά την ώρα της συνεδριάσεως στις 11.30’ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος Γεώργιος Βρέντζος γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Αμέσως δε κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Τα τραύματά του είναι βαρύτατα».
Το περιστατικό το είχε αφηγηθεί και σε μένα, ο αξέχαστος δικηγόρος Γιάννης Φουρφουλάκης που έτυχε να είναι αυτόπτης μάρτυς. Κι ενώ είχαν περάσει τόσα χρόνια από το γεγονός έδειχνε σοκαρισμένος στη θύμηση του αίματος που είχε λερώσει και τα δικά του ρούχα καθώς έτυχε να στέκεται κοντά στο εδώλιο που καθόταν ο Μαγιάσης.
«Σωτήριος γι’ αυτούς ο Εμφύλιος»
Σχετικά με το τεράστιο κεφάλαιο των δωσιλόγων και στην Κρήτη απευθυνθήκαμε στον εξαίρετο ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα δρα Γιώργο Καλογεράκη που μας είπε σχετικά:
«Λίγοι ευτυχώς ήταν οι δωσίλογοι στην Κρήτη Αποτελούσαν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Η μεγάλη δράση τους είχε να κάνει με τον Σούμπερτ που είχε βγάλει από τις φυλακές μερικά αποβράσματα και τα είχε στρατολογήσει να προβαίνουν σε ακρότητες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Κι αυτή η δράση της ομάδας ακόμα και σήμερα έχει αφήσει το αποτύπωμά της.

Από αυτούς άλλοι τιμωρήθηκαν και άλλοι διέφυγαν. Οι περισσότεροι τιμωρήθηκαν από τους αρχηγούς των αντάρτικων οργανώσεων. Έχουμε κάποιες ομάδες που κρατούσαν πρακτικά από τις ανακρίσεις δωσιλόγων. Στο αρχείο που φυλάσσεται στον δήμο Ανωγείων έχουμε πρακτικά από τις ανακρίσεις δυο δωσιλόγων που καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στον Ψηλορείτη. Μετά την κατοχή όταν οι Γερμανοί συμπτύχθηκαν στα Χανιά είχαμε τη δεύτερη φάση της τιμωρίας.
Εδώ τιμωρήθηκαν και κάποιοι χωρίς να είναι δωσίλογοι.
Και η τρίτη φάση της τιμωρίας ήταν μετά την απελευθέρωση που έγιναν οι δίκες για εθνική αναξιότητα. Φυλακίστηκαν και με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου αρκετοί κατάφεραν να γλιτώσουν. Αυτό που πρέπει να ξέρετε είναι ότι σε όλα τα εγκλήματα στην Κρήτη οι δωσίλογοι συνοδεύονταν από τον τακτικό Γερμανικό Στρατό. Ποτέ δεν έδρασαν αυτόβουλα. Αυτό το εφιαλτικό κλίμα που επικράτησε στη διάρκεια του εμφυλίου συνέβαλε στη διαφυγή αρκετών δωσίλογων από το φάσμα της τιμωρίας».
Έτσι λοιπόν εξηγούνται οι τύχες κάποιων δωσίλογων του Ρεθύμνου που ενώ καταδικάστηκαν και τρις εις θάνατον πέρασαν ήρεμα και ειρηνικά γεράματα στις πολυτελείς κατοικίες που είχαν στο μεταξύ αποκτήσει με χρήματα του αίματος αθώων.
Όπως πολύ σωστά μας τόνισε ο κ. Καλογεράκης απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τις αναφορές περί δωσίλογων οι απόγονοί τους που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τη δράση γονέων και συγγενών τους στην Γερμανική Κατοχή.
Κι έχει απόλυτο δίκιο ο εκλεκτός ερευνητής γιατί μας έτυχε να γνωρίσουμε στην πορεία μιας έρευνάς μας τον γιο, κατηγορουμένου για εθνική αναξιότητα Ρεθυμνίου που και ως στάση ζωής αλλά και ως άνθρωπος ήταν υπόδειγμα.
Από «αγκάθι βγαίνει ρόδο» δεν λέει και ο σοφός λαός μας;;;