Ήταν ο πρώτος Γενάρης μετά τη λευτεριά και η νεολαία του Ρεθύμνου σε πείσμα της βαριάς ατμόσφαιρας που επικρατούσε ακόμα προσπαθούσε να ξαναβρεί τους ρυθμούς της και τη χαρά της ζωής.
Αν και ολόκληρη η 16η Ιανουαρίου 1945 είχε κυλήσει σε μια ατμόσφαιρα αδιόρατης απειλής, την επομένη επωφελήθηκαν πολλοί νεολαίοι να διασκεδάσουν σε σπίτια εορταζόντων.Αναφέρει σε ιδιόγραφες σημειώσεις που είχε ετοιμάσει για τα αφιερώματά μας ο αξέχαστος συμπολίτης Μανόλης Κούνουπας, οδοντίατρος:
«Στις 17 του Γενάρη, εορτή του Αγίου Αντωνίου, το βράδυ μια παρέα αγοριών και κοριτσιών βρεθήκαμε στο σπίτι μιας φίλης, της Αντωνίας Δρανδάκη δίπλα στο Δεσποτικό.
Ξαφνικά ακούστηκαν αλλεπάλληλοι πολυβολισμοί. Το γλέντι διαλύθηκε και όλοι πήραμε δρόμο για το σπίτι μας.
Εγώ ήμουν σε ηλικία 19 ετών, ανώριμος και ρομαντικός με αγάπη για τον συνάνθρωπο κι ένοιωθα επιτακτικό το χρέος να υπηρετήσω την ΕΠΟΝ, που μου έδινε κίνητρα να προσφέρω για τον σκοπό μου. Ήμουν λοιπόν σε επιφυλακή περιμένοντας οδηγίες από τον Μανούσο Πραματευτάκη, με τον οποίο βρισκόμουν σε συνεχή επαφή…».
Μα πώς φθάσαμε αλήθεια, μετά από τόσο αιματηρό διάστημα κατοχής τώρα να στρέφουν όπλα Έλληνες εναντίον Ελλήνων;
Το πνεύμα της Ρωσικής Επανάστασης είχε βρει πρόσφορο χώμα για να καρπίσει και στη χώρα μας, που μάστιζε η ανέχεια μετά από τόσες περιπέτειες στα πολεμικά μέτωπα. Η απελπισία έγινε η καλύτερη σύμμαχος των πρώτων διαφωτιστών.
Από συνεντεύξεις των αείμνηστων Γιώργη Αγγελιδάκη και Ανδρέα Κούνουπα, έχουμε μια αντικειμενική εικόνα για τα πρώτα βήματα της αριστερής ιδεολογίας στο Ρέθυμνο. Η Κοξαρέ είχε προλάβει να έχει τα πρωτεία χάρις στους αδελφούς Γιάννη και Αλέκο Μαθιουδάκη, αλλά και τον καπετάν Λεμονιά που είχαν μεταβάλει το χωριό τους σε μικρή Μόσχα.Υπήρξαν και άλλοι που είχαν δημιουργήσει πυρήνες στο Ρέθυμνο, όπως ο αξέχαστος Γιάννης Κυριακάκης. Ήταν όλοι τους άνθρωποι με συνέπεια και λεβεντιά.
Οι διακηρύξεις τους βέβαια προκαλούσαν την αντίδραση της τοπικής αστικής τάξης, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει εκεί που απειλούνται συμφέροντα.
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 στάθηκε αφορμή να αδειάσουν τα ξερονήσια που φιλοξενούσαν αντιφρονούντες και να ενισχυθεί η πρώτη γραμμή του πολέμου με πρώην έγκλειστους στα στρατόπεδα κομμουνιστές.
Ήρθε και η Μάχη της Κρήτης να αναδείξει κάποιους αγέρωχους Κρητικούς πολεμιστές που υπερασπίστηκαν με γενναιότητα τον τόπο τους. Αυτοί ήταν και από τις δυο πλευρές.
Εκείνοι βέβαια που ανήκαν στην συντηρητική πλευρά αγωνίζονταν για την πατρίδα τους. Τα μέλη του μετέπειτα ΕΛΑΣ είχαν βάλει στόχο με την απελευθέρωση να επέλθει και μια αλλαγή στο πολιτειακό.
Η παρουσία των συμμάχων, Άγγλων στάθηκε συμφορά για τον τόπο, αφού κατάφερε να σπείρει διχόνοια.
Από τις αρχές του Οκτώβρη μέχρι την απόσυρση των Γερμανικών δυνάμεων από το Ρέθυμνο στις 13 Οκτωβρίου 1944, η προσπάθεια της ΕΟΡ επικεντρώθηκε στο ξεσήκωμα όλων των δυνάμεών της απ’ όλο το Νομό. Η εντολή ήταν προσέγγιση της πόλης του Ρεθύμνου απ’ όλα τα σημεία, με τη δημιουργία ενός κλοιού, με σκοπό την παρεμπόδιση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατάληψης των Αρχών με το φεύγα των Γερμανών.
Ευτυχώς κανένας δεν πειθάρχησε στην εντολή «θάνατος στους κομμουνιστές όπου τους βρίσκετε». Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης πρώτος έβαλε το στήθος του ασπίδα για να μη χυθεί αδελφικό αίμα.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τον Ψηλορείτη και τον Μυλοπόταμο κατέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη περιοχή Πηγής – Αγ. Δημητρίου και από κει στα περίχωρα της πόλης.Οι Άγγλοι και η διοίκηση της ΕΟΡ εγκατέστησαν το Αρχηγείο τους στην Κλινική Δανδόλου και στο σπίτι δοσίλογου, που ήταν στην οδό Γιαμπουδάκη. Όρισαν φρούραρχο της πόλης τον Παύλο Γύπαρη, που εγκαταστάθηκε στα στρατιωτικά οικήματα της Στρατολογίας, ενώ εγκατέστησε παράλληλα, φυλάκια με άνδρες της ΕΟΡ σε επίκαιρα σημεία, (Άμμος Πόρτα, ΒΙΟ, δυτική πλευρά του κήπου).
Ομάδες Εθνικοφρόνων της ΕΟΡ, εξάλλου, κατέλαβαν τον λόφο Ευλυγιά.
Τμήματα του ΕΛΑΣ κατέλαβαν την περιοχή Μύλους – Χρωμοναστήρι και το λόφο της Μεσκηνιάς. Εγκατέστησαν τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος υπό τον Στρατή Βελουδάκη στο κτίριο της Επιστρατεύσεως στη Σοχώρα.
Κι αρχίζει ο Εμφύλιος
Πέρασαν τρεις μήνες, με παρεξηγήσεις, μικροτσακωμούς και έντονη προπαγάνδα αλληλοκατηγοριών μεταξύ των δύο οργανώσεων.
Αρχές Δεκέμβρη 1944 άρχισε ο Εμφύλιος πόλεμος στην πόλη των Αθηνών.Στις 16 Ιανουαρίου 1945, αρχίζουν τα θλιβερά γεγονότα στο Ρέθυμνο.
Αφορμή δόθηκε από τον Δημήτρη Βλαντά επικεφαλής του ΚΚΕ στην Κρήτη στα χρόνια της Γερμανοκατοχής που ήρθε στο Ρέθυμνο και δημοσίευσε μια εμπρηστική ανακοίνωση σε βάρος της ΕΟΡ, θίγοντας προσωπικά τον στρατιωτικό διοικητή Κρήτης, Νίκο Παπαδάκη παρά τη διαφωνία των μελών του ΕΑΜ της Μικτής Διοικητικής Επιτροπής Νίκου Δασκαλάκη, Κώστα Αντωνάκη και Γιώργη Αγγελιδάκη, οι οποίοι επεδίωκαν κατευναστική πολιτική και ηπιότερες σχέσεις με τη διοίκηση του ΕΟΡ. Οι σχέσεις των δύο οργανώσεων διακόπηκαν.
Στις 16 Ιανουαρίου 1945 άντρες της ΕΟΡ με τον Παύλο Γύπαρη, κτύπησαν και κατέλαβαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο Ρέθυμνο με ένα νεκρό, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις συμφωνίες μεταξύ των δύο παρατάξεων και τις Μικτές Επιτροπές των δύο Οργανώσεων.
Την επομένη 17 Ιανουαρίου ο Γύπαρης συγκέντρωσε αντάρτικες ομάδες από το δυτικό Ρέθυμνο και κτύπησαν τη διοίκηση του ΕΛΑΣ στο κτήριο της Επιστρατεύσεως με πολυβόλα από τις γύρω ταράτσες.
Επιτέθηκαν και εναντίον του τμήματος του ΕΛΑΣ που κρατούσε το λόφο του Τιμίου Σταυρού στα γερμανικά ορύγματα, με τους ΕΟΡίτες του Ευλυγιά και ανάγκασαν τους άνδρες του ΕΛΑΣ να αποσυρθούν προς τρία Μοναστήρια. Είχαν τρεις νεκρούς και η ΕΟΡ ένα νεκρό και τρεις τραυματίες.
Οι ευρισκόμενοι στο κτήριο της Επιστρατευσεως κυρίως νεαροί και νεαρές της ΕΠΟΝ μόλις βράδιασε και τα πυρά αραίωσαν, κατόρθωσαν και διασκορπίστηκαν.
Οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ Στρατής Βελουδάκης και Νίκος Παπαδάκης (καπεταν Λεμονιάς) συγκέντρωσαν μια δύναμη 80 περίπου ανταρτών και ανέλαβαν αμυντικές θέσεις στα Τρία Μοναστήρια.
Πράξη αυτοθυσίας ενός γενναίου
Ο Μανόλης Κούνουπας από τους πρώτους πυροβολισμούς τη νύχτα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου, ένοιωθε τον κίνδυνο να πλησιάζει.

Αμέσως την επόμενη μέρα του επεισοδίου έσπευσε στα γραφεία της οργάνωσης να πάρει οδηγίες από τον Γραμματέα της ΕΠΟΝ τον Μανούσο Πραματευτάκη.

Τον συνάντησε στη μέση της σκάλας να κατεβαίνει φορτωμένος ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο. Μόλις είδε το νεαρό Μανόλη, φωτίστηκε το πρόσωπό του σαν να τον έβγαζε από δύσκολη θέση.
– Πάρε το του είπε και πήγαινέ το αμέσως στο Σύνταγμα.
Σύνταγμα λέγανε το κτήριο στη Σοχώρα, όπου είχαν στρατωνιστεί οι άντρες του ΕΛΑΣ, αλλά όπως μας συμπλήρωσε αργότερα ο Γιώργης Αγγελιδάκης, Σύνταγμα λεγόταν και το ευρισκόμενο εκεί έμψυχο και άψυχο υλικό. Βέβαια οι 150 – 200 άνδρες δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός συντάγματος αλλά είχε δοθεί η ονομασία εις ανάμνηση και ένδειξη τιμής στο 44ο Σ.Π. του τακτικού στρατού.
Ο Μανόλης Κούνουπας πήρε αμέσως το χαρτοκιβώτιο και άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη σκάλα. Μόλις είχε φθάσει στην έξοδο και τον προφτάνει αναστατωμένος ο Μανούσος.
Σαν να είχε αλλάξει γνώμη, παίρνει από τα χέρια του μικρού το κιβώτιο και χάνεται από μπροστά του χωρίς να του δώσει εξηγήσεις.
Αυτός ήταν ο Μανούσος Πραματευτάκης. Μπορεί να μην είχε κλείσει τα 18 χρόνια του, αλλά είχε από νωρίς μυηθεί στην Αντίσταση και τώρα είχε ένα τομέα δράσης με τεράστια ευθύνη. Μόνο η ζωή των άλλων τον απασχολούσε γι’ αυτό και στην περίπτωση του Κούνουπα, συνειδητοποιώντας ότι τον βάζει σε κίνδυνο έσπευσε να τον απαλλάξει.
Ήταν τόσο υπέροχος χαρακτήρας ο Μανούσος, που ακόμα και ιδεολογικοί του αντίπαλοι τον σέβονταν.Ένας από αυτούς ο Γιάννης Καυκαλάς, μετέπειτα υψηλόβαθμο στέλεχος Τραπέζης.Αγαπούσε ειλικρινά τον Μανούσο, που είχαν άλλωστε μεγαλώσει μαζί και στην ίδια γειτονιά της Σοχώρας.
Τον είχε καμαρώσει όταν τη μέρα που έσερναν τον παπα-Πρασιανό για να τον δικάσει ο λαός, ο Πραματευτάκης μπήκε μπροστά όταν ένας εξαγριωμένος συγγενής θύματος του προδότη, επιχείρησε να τον ξυρίσει με …τσεκούρι. Και επέβαλε την τάξη για να δικαστεί τελικά με σωστές διαδικασίες ο προδότης και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Ο Καυκαλάς είχε επιχειρήσει πολλές φορές να πείσει τον Πραματευτάκη να απαρνηθεί την αριστερή του ιδεολογία. Εκείνος τον άκουγε με υπομονή κι όταν τέλειωνε με το γλυκό του τρόπο του αντιπρότεινε να μείνει ο καθένας στην όχθη που είχε επιλέξει με την εντιμότητα που θα έπρεπε να διακρίνει κάθε ιδεολόγο.
Από την ώρα που ξεκίνησαν οι φασαρίες, μόνη έγνοια του Καυκαλά ήταν να προστατεύσει το φίλο του. Γι’ αυτό και αδιαφορώντας για τον κίνδυνο κυκλοφορούσε στα δικά του στέκια μήπως μάθει κάτι για να προλάβει τα χειρότερα.
Στο μεταξύ ο Κούνουπας ξέροντας ότι δεν ωφελεί να χάνεται χρόνος σε άσκοπες ερωτήσεις ανέβηκε μόλις έφυγε ο Μανούσος τη σκάλα για να προσφέρει βοήθεια όπου αλλού θα χρειαζόταν.
Στα γραφεία διοίκησης της ΕΠΟΝ βρισκόταν 3-4 γυναίκες του ΕΑΜ με την Κατίνα Μανωλεσάκη, καθώς και μερικοί Ρώσοι, πρώην αιχμάλωτοι των Γερμανών, από αυτούς που είχαν φέρει κατά χιλιάδες οι Γερμανοί από το Ρωσικό μέτωπο. Αρχηγός τους ήταν ένας λεβέντης Ρώσος ο Βλαδίμηρος, με τον οποίο είχαν δραπετεύσει και είχαν βγει στο βουνό για να πολεμήσουν με τον ΕΛΑΣ τον κατακτητή.
Οι Ρώσοι ήθελαν να φύγουν.Ήταν άοπλοι και δεν ήθελαν να αναμειχθούν σε εμφύλιες διενέξεις. Επιθυμία τους ήταν να επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στην πατρίδα τους.
Η αείμνηστη Κατίνα μόλις είδε τον Μανόλη του ζήτησε να μεταφέρει αρχειακό υλικό της ΕΠΟΝ στα γραφεία διοίκησης του ΚΚΕ στην πρώην οικία Ανδρουλιδάκη, νυν Μπιρλιράκη στην οδό Χορτάτση.Πήρε το χαρτοκιβώτιο και ξεκίνησε με τις εαμίτισσες και τους Ρώσους με τον Βλαδίμηρο.
Βαδίζανε από την προκυμαία για λόγους ασφαλείας και όχι από την Αγορά (Αρκαδίου).Στα γραφεία του κόμματος είδαν αντάρτες εορίτες να τα έχουν περικυκλώσει αλλά δεν τους μίλησαν. Μέσα στα γραφεία βρήκανε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ μόνο και τον γραμματέα Κρήτης, Γ. Σμπώκο.
Όταν ο Βλαδίμηρος τον ενημέρωσε ότι αυτός και οι σύντροφοί του θέλουν να φύγουν έγινε έξαλλος. Άρχισε να τους βρίζει και να τους διώχνει κακήν κακώς, γιατί ζητούσαν να εγκαταλείψουν συντρόφους σε ώρα μεγάλου κινδύνου.
Στον Κούνουπα και τις γυναίκες είπε να φύγουνε αμέσως γιατί κινδύνευαν. Πράγματι μόλις έφτασαν στον Άγνωστο τρέχοντας ακούσανε πυροβολισμούς από τη μεριά των γραφείων που μόλις είχανε αφήσει.Αργότερα μαθεύτηκε ότι είχε σκοτωθεί ο αντάρτης, ενώ ο Σμπώκος είχε καταφέρει να διαφύγει.
Μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο ο Γιάννης Καυκαλάς, με την άνεση που του παραχωρούσε η ιδεολογική του ταυτότητα, συνέχισε να ψάχνει τον φίλο του. Κάποια στιγμή τον βρήκε έξω από το σπίτι του. Έτρεξε αλαφιασμένος να τον προειδοποιήσει.
– «Γύρνα πίσω Μανούσο» του είπε παρακλητικά «δεν είναι καλά τα πράγματα».
– «Πρέπει να πάω», απάντησε βιαστικά ο Μανουσος.
– «Μανούσο θα σε βρει κακό», επέμεινε ο άλλος σαν να μάντευε τη συνέχεια.
– «Είναι καθήκον μου να πάω», επέμεινε ο Μανούσος.Κι έτρεξε να προλάβει τους άλλους.
Στο μεταξύ η ομάδα που είχε αρχικά ακολουθήσει και ο Μανούσος, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται την απουσία του.Ο επιστήθιος φίλος του Νίκος αποφασίζει να τον αναζητήσει.Οι πληροφορίες τον παγώνουν.Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήσαν οκτώ νεκροί. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ανάμεσά τους ήταν και ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ ο Μανούσος. Δεν ήθελε να το πιστέψει.Η αγωνία έβαλε φτερά στα πόδια του. Έπρεπε να πλησιάσει να μάθει.
Ξάφνου είδε τα άψυχα κορμιά των παλικαριών διάσπαρτα στο υγρό χώμα.Ανάμεσά τους κι ο Μανούσος.
Από μακριά σχεδόν τον αναγνώρισε. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα κάτω από ένα δέντρο.Πλησίασε τον φίλο του. Με τα δάκρυα να τρέχουν χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει έβγαλε το πουκάμισό του και τον σκέπασε.Σε λίγο μαζί με άλλους συναγωνιστές μετέφεραν τους νεκρούς στη Μεσαμπελίτισσα.
Έφθασε σε λίγο εκεί και ο Γιάννης Καυκαλάς κάθιδρος μέσα στον χειμώνα. Είχε ακούσει για σκοτωμένους και βιαζόταν να μάθει ποια ήταν αυτή τη φορά τα θύματα της μισαλλοδοξίας. Είδε τον Μανούσο κι όπως ομολογεί ήταν από τις πιο πικρές στιγμές της ζωής του.
Οι φόβοι του είχαν επαληθευθεί. Για τον Μανούσο Πραματευτάκη μόνο ο Νίκος Περακάκης, ο αξέχαστος αγωνιστής, έγραψε σχετικά λίγα λόγια στο συναξάρι των ηρώων της ιδεολογίας του, ενώ απλά αναφέρουν κάποιοι το όνομά του στα έγκριτα ιστορικά κείμενα.
Το όνομά του υπάρχει και στην αναμνηστική στήλη στη Σοχώρα με τα άλλα θύματα της μισαλλοδοξίας.
Ο Μανόλης Κούνουπας εξάλλου, του αφιέρωσε το βιβλίο του «Μισαλλοδοξία», ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.
Η ζωή τους σε κίνδυνο
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν νότια της πόλης φθάνει ασθμαίνων στο σπίτι του Γιάννη Κούνουπα ο ξάδελφός του Γιώργης (πατέρας της Ευρυδίκης και της Ασπασίας).Χωρίς πολλές εισαγωγές είπε στο Μανόλη να πάρει τον Ανδρέα και να κρυφτούν, γιατί είχαν ξεκινήσει συλλήψεις ΕΑΜιτών και Αριστερών.Αυτός φορούσε λευκό περιβραχιόνιο σημάδι ότι ήταν εθνικόφρων.Είναι σαφές ότι μέσα στην αλλόφρονα αυτή κατάσταση υπήρξαν και άνθρωποι που προσπαθούσαν να βοηθήσουν και να σταματήσουν τον αλληλοσπαραγμό.

Ο Γιώργης Κούνουπας είπε ότι από τον Σκουλά είχε πάρει εντολή να τους ενημερώσει, επειδή οι δικοί του είχαν αγριέψει και ο ίδιος δεν μπορούσε να τους επιβληθεί. Θα συλλαμβανόταν κάθε ένας ακόμα και ύποπτος που δεν έφερε σημεία εθνικοφροσύνης.
Αμέσως μετά τις δέουσες εξηγήσεις πήρε αμέσως τον Μανόλη με τον Ανδρέα και τους πήγε στο μισοκαταστρεμμένο από το βομβαρδισμό σπίτι της μητέρας του, δίπλα από το σπίτι της Κοκώς και του Μίμη Λιονή. Εκεί τους έκρυψε. Η Ασπασία μικρό κοριτσάκι τότε τους έφερνε φαγητό. Αργότερα ο θείος τους έφερε και συντροφιά. Ήταν ένας ακόμα κυνηγημένος ο Γιώργης Ψαρουδάκης, αργότερα προϊστάμενος της Εθνικής Τράπεζας.Οι συνθήκες διαβίωσης βέβαια ήταν άθλιες. Αλλά δεν γινόταν διαφορετικά.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν με γεγονότα που προκαλούν και σήμερα φρίκη. Για παράδειγμα μια νεαρή τότε κοπέλα ποτέ δεν ξέχασε το θέαμα που είχε αντικρύσει.Οι τραμπούκοι είχαν συλλάβει δυο παλικάρια και τα έδερναν αλύπητα. Τους χτυπούσαν ανελέητα με μαγκούρες και υποκοπάνους. Η κοπέλα κλαίγοντας έφυγε από εκεί μη αντέχοντας να βλέπει το αποτρόπαιο θέαμα και ανήμπορη να βοηθήσει.
Ο ένας νεαρός ήταν ο Νίκος Μπιρλιράκης ένα πραγματικό παλικάρι. Ενώ δεν είχε καμιά οικονομική ανάγκη, δεν άντεχε να βλέπει την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Βοηθούσε κάθε φτωχό κάθε αναξιοπαθούντα συμπολίτη. Κι έτσι έγινε κόκκινο πανί για τους τραμπούκους, που τον άφησαν μισοπεθαμένο από το ξύλο.Από εκείνη την επίθεση θα πρέπει να υπέφερε σε όλη του τη ζωή. Είχε υποστεί φοβερά χτυπήματα στα νεφρά.
Σήμερα που έχουν καταλαγιάσει τα πάθη και όλα κρίνονται με τις εμπειρίες από την απομυθοποίηση πολλών ωραιοποιημένων καταστάσεων, αποδεικνύεται πόσο άδικα χάθηκαν άνθρωποι όπως ο Μανούσος Πραματευτάκης, που δεν ήθελε τίποτα περισσότερο παρά να βλέπει γύρω του ευημερία και προκοπή.
Και συνεχώς δικαιώνεται ο κορυφαίος της Αντίστασης, Γιώργης Αγγελιδάκης, που κρίνοντας αντικειμενικά είχε ευθαρσώς κατακρίνει σε κάθε του συνέντευξη τα λάθη των ιθυνόντων, που από κακούς χειρισμούς ακολουθώντας σκοτεινές παραινέσεις και ικανοποιώντας πολιτικές σκοπιμότητες πήραν στο λαιμό τους τόσους αθώους…
Πηγές:
Νίκου Περακάκη: «Εθνικό Συναξάρι».
Μάρκου Πολιουδάκη: «Η Εθνική Αντίσταση».
Προφορικές μαρτυρίες: Γιάννη Καυκαλά, Μανόλη Κούνουπα, Μπάμπη Πραματευτάκη, Γιώργη Αγγελιδάκη.